Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+θερμοκρασία

  • 41 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ. θ. θερμοκρασία

    Русско-греческий новый словарь > температура

  • 42 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ. θ. θερμοκρασία

    Русско-греческий новый словарь > температура

  • 43 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ θ θερμοκρασία

    Русско-эллинский словарь > температура

  • 44 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ θ θερμοκρασία

    Русско-эллинский словарь > температура

  • 45 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 46 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 47 жаровыносливость

    θ.
    αντοχή στη μεγάλη θερμοκρασία.

    Большой русско-греческий словарь > жаровыносливость

  • 48 жаровыносливый

    επ. βοτ. ανθεκτικός στη μεγάλη θερμοκρασία•

    -ые растения φυτά των θερμών χωρών.

    Большой русско-греческий словарь > жаровыносливый

  • 49 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 50 измерить

    ρ.σ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    измерить температуру тела μετρώ τη θερμοκρασία του σώματος•

    измерить длину μετρώ το μήκος.- глубину чувства (μτφ.) μετρώ το βάθος του αισθήματος.

    2. μτφ. γυρίζω πολλά μέρη, περιέρχομαι, περιοδεύω.
    εκφρ.
    измерить взглядом (ή глазами, взором) – κοιτάζω από πάνω ως κάτω, από το κεφάλι ως τα πόδια.
    ρ.δ.
    βλ. измерить.
    μετριέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > измерить

  • 51 колебать

    -блю, -блешь, προστκ. колебли;
    επιρ. μτχ. колебля
    ρ.δ. μ.
    1. κλονίζω, κουνώ, σείω• δονώ, κραδαίνω, πάλλω• ταλαντεύω•

    ветер -ет деревья ο άνεμος κλονίζει τα δέντρα.

    2. μτφ. χαλαρώνω ή χειροτερεύω μια κατάσταση•

    колебать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•

    колебать авторитет κλονίζω το κύρος.

    1. κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. (δια)κυμαίνομαι, μεταβάλλομαι, αυξομειώνομαι•

    цены на продукты -ются οι τιμές στα τρόφιμα δεν είναι σταθερές•

    температура воздуха -ется от 12 до 22 гр. тепла η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 12 ως 22 βαθ. πάνω από το μηδέν.

    3. μτφ. διστάζω, ενδοιάζω, αμφιβάλλω, ταλαντεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > колебать

  • 52 комнатный

    επ.
    του δωματίου•

    -ая дверь η πόρτα του δωματίου•

    -ая температура θερμοκρασία δωματίου•

    -не растения φυτά δωματίου•

    -ая собака σκυλάκι δωματίου.

    Большой русско-греческий словарь > комнатный

  • 53 критический

    1. επ. κριτικός•

    критический пересмотр κριτική επανεξέταση•

    -ие замечания κριτικές παρατηρήσεις•

    критический ум κριτικό μυαλό.

    2. κρίσιμος•

    критический возраст κρίσιμη ηλικία•

    критический момент κρίσιμη στιγμή•

    -ое положение κρίσιμη κατάσταση.

    εκφρ.
    - ое состояние – (φυσ.) σημείο κρίσιμο ή μεταβολής (ουσίας)•
    - ая температура – κρίσιμη θερμοκρασία.

    Большой русско-греческий словарь > критический

  • 54 мерить

    -рю, -ришь
    κ. (απλ.) мерять, -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    мерить глубину μετρώ το βάθος.

    || μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•

    мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    || μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.
    2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.
    εκφρ.
    мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•
    мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•
    мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).
    1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.
    2. μετρώ το ύψος μου.

    Большой русско-греческий словарь > мерить

  • 55 минус

    α.
    1. (μαθ.) πλην, μείον.
    2. άκλ. αφαιρουμένου•

    пять минус два равно трём από τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία.

    (μαθ.) το σημείο του πλην (-).
    3. ελάττωμα, μειονέκτημα.
    4. σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κατώτερος του σημειωνόμενου)•

    этот ученик получил четыре с -ом αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (4 -).

    κάτω του μηδενός•

    утром было - 22 градуса το πρωί η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν.

    Большой русско-греческий словарь > минус

  • 56 невысокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.
    1. χαμηλός κοντός• βραχύς•

    невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•

    невысокий человек κοντός άνθρωπος.

    2. μικρός, ασήμαντος•

    -ая температура χαμηλή θερμοκρασία•

    -ое давление μικρή πίεση•

    -ая плата χαμηλός μισθός.

    3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•

    -ое качество μέση ποιότητα•

    -ая квалификация μέση ειδίκευση.

    4. ασήμαντος, αναξιόλογος.
    εκφρ.
    - ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•
    невысокий лоб – στενό μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > невысокий

  • 57 ненормальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. ανώμαλος, μη κανον ικός έκρυθμος άτακτος, ακανόνιστος•

    -ое положение вещей ανώμαλη κατάσταση πραγμάτων•

    -ая температура μη κανονική θερμοκρασία.

    2. επ. κ. ουσ. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.

    Большой русско-греческий словарь > ненормальный

  • 58 нолевой

    κ. нулевой
    επ.
    μηδενιστικός του μηδέν•

    -ая температура μηδέν θερμοκρασία.

    εκφρ.
    - ая стрижка – σύρριζο κούρεμα.

    Большой русско-греческий словарь > нолевой

  • 59 нормальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. κανονικός, ομαλός, στρωτός φυσικός, φυσιολογικός•

    -ая температура κανονική θερμοκρασία•

    нормальный рост κανονικό ανάστημα•

    при -ых условиях με ή σε κανονικές συνθήκες.

    2. σώος (τας φρένας), ισορροπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > нормальный

  • 60 оптимальный

    επ. (γραπ. λόγος) ο πιο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος, ο ευνοϊκότερος•

    -ые условия ιδανικές συνθήκες•

    -ая температура для растений η καλύτερη θερμοκρασία για τα φυτά.

    Большой русско-греческий словарь > оптимальный

См. также в других словарях:

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — η βαθμός ή ποσό θερμότητας κάποιου σώματος: Μεταβολές στη θερμοκρασία. – Φυσιολογική θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμη θερμοκρασία — Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασίας — θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem acc pl θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»