Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ηθική

  • 21 этика

    [έτικα] ουσ. θ. ηθική

    Русско-греческий новый словарь > этика

  • 22 ethics

    French\ \ éthique
    German\ \ Ethik
    Dutch\ \ ethisch
    Italian\ \ -
    Spanish\ \ -
    Catalan\ \ l'ètica
    Portuguese\ \ ética
    Romanian\ \ etică
    Danish\ \ etik
    Norwegian\ \ etikk
    Swedish\ \ etik
    Greek\ \ ηθική
    Finnish\ \ etiikka
    Hungarian\ \ etika
    Turkish\ \ etik; ahlak
    Estonian\ \ eetika
    Lithuanian\ \ etika
    Slovenian\ \ etika
    Polish\ \ etyka
    Russian\ \ этика
    Ukrainian\ \ етика
    Serbian\ \ етика
    Icelandic\ \ siðfræði
    Euskara\ \ etika
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ أخلاقيات
    Afrikaans\ \ etiek
    Chinese\ \ 伦理
    Korean\ \ 윤리학

    Statistical terms > ethics

  • 23 moral graph

    French\ \ graphique moral
    German\ \ moralischer Graph
    Dutch\ \ morele grafiek
    Italian\ \ grafico morale
    Spanish\ \ gráfico moral
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ grafo moral
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ ηθική γραφική παράσταση
    Finnish\ \ -
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ moral grafiği
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ siðferðilegum línurit
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الرسم الافتراضي ، شكل افتراضي
    Afrikaans\ \ moraalgrafiek
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ -

    Statistical terms > moral graph

  • 24 мораль

    [μαράλ'] ουσ θ ηθική

    Русско-эллинский словарь > мораль

  • 25 этика

    [έτικα] ουσ θ ηθική

    Русско-эллинский словарь > этика

  • 26 воздействие

    ουδ., επίδραση, επενέργεια!•

    моральное воздействие ηθική επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > воздействие

  • 27 дань

    θ.
    1. παλ. δόσιμο είδος φόρου).
    2. μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση•

    принести -уважения εκδηλώνω το σεβασμό•

    дань уважения ενδειξη σεβασμού.

    εκφρ.
    отдать ή заплатитьκ.τ.τ. дань α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κάνω υποχρεωτική υποχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > дань

  • 28 деморализация

    θ.
    1. διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση.
    2. πτώση ηθικού.

    Большой русско-греческий словарь > деморализация

  • 29 дидактизм

    α. (γραπ. λόγος), διδαχή, ηθική αγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > дидактизм

  • 30 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 31 затхлость

    θ.
    1. μούχλα, ευρωτίαση.
    2. βόχα, κακοσμία.
    3. πνευματική καθυστέρηση, ηθική κατάπτωση, αποσύνθεση.

    Большой русско-греческий словарь > затхлость

  • 32 затхлый

    επ.
    1. μουχλιάρικος•

    затхлый воздух μουχλιάρικος αέρας•

    -ая вода, μουχλιάρικο νερό.

    || μουχλιασμένος•

    -ая мука μουχλιασμένο αλεύρι.

    2. πνιγηρός, αποπνιχτικός• σάπιος•

    -ая среда αποπνιχτικό περιβάλλον•

    пахнет -ым μυρίζει μούχλα ή σαπίλα (πνευματική-ηθική κατάπτωση).

    Большой русско-греческий словарь > затхлый

  • 33 изоляция

    θ.
    απομόνωση•

    изоляция зарозных соль! ных απομόνωση των μολυσμένων ασθενών•

    -преступника απομόνωση του εγκληματία•

    моральная изоляция ηθική απομόνωση.

    (ηλεκτρ.) μόνωση•

    изоляция электрических проводов μόνωση ηλεκτρικών καλωδίων.

    || μονωτική ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > изоляция

  • 34 императив

    α.
    1. επιταγή•

    нравственный императив ηθική επιταγή.

    2. η προστακτική έγκλιση.

    Большой русско-греческий словарь > императив

  • 35 коллизия

    θ.
    σύγκρουση•

    нравственная -ηθική σύγκρουση•

    коллизия экономических интересов σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων.

    Большой русско-греческий словарь > коллизия

  • 36 коммунистический

    επ.
    κομμουνιστικός•

    -ое общество κομμουνιστική κοινωνία•

    -ая мораль κομμουνιστική ηθική•

    -ая партия κομμουνιστικό κόμμα•

    -ая молодёжь κομμουνιστική νεολαία•

    коммунистический манифест κομμουνιστικό μανιφέστο.

    Большой русско-греческий словарь > коммунистический

  • 37 морализировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. ηθικοποιώ, ηθολογώ, διδάσκω ηθική.

    Большой русско-греческий словарь > морализировать

  • 38 мораль

    θ.
    1. το ηθικό, το ήθος, η ηθική.
    2. ηθικό δίδαγμα, συμπέρασμα επιμύθιο•

    читать кому-л. мораль νουθετώ (διαβάζω) κάποιον.

    3. ηθικολογία.

    Большой русско-греческий словарь > мораль

  • 39 нравственность

    θ.
    1. η ηθική, ηθικοί κανόνες.
    2. ηθικότητα, χρηστότητα (ηθών), χρηστοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > нравственность

  • 40 облик

    α.
    1. μορφή, όψη, θωριά, φιγούρα φυσιογνωμία•

    приятный облик ευχάριστη όψη•

    менять облик αλλάζω μορφή.

    2. ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•

    душевный (моральный, нравственный) облик η ηθική μορφή.

    || μορφή εξωτερική•

    облик города η όψη της πόλης.

    εκφρ.
    гфи-нимать облик – παίρνω την όψη, τη μορφή.

    Большой русско-греческий словарь > облик

См. также в других словарях:

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • ηθική — η 1. κλάδος της φιλοσοφίας που ερευνά τους σκοπούς της ζωής και τις αρχές της πράξης. 2. σύνολο αρχών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους: Ορισμένες ενέργειες μερικών ατόμων είναι αντίθετες προς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek

  • ἠθικῇ — ἠθικός moral fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθική — ἠθικός moral fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη …   Dictionary of Greek

  • ἠθικῆι — ἠθικῇ , ἠθικός moral fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»