Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+επιτροπή

  • 81 отборочный

    επ.
    της επιλογής•

    -ая комиссия επιτροπή επιλο,γής•

    -ые соревнования αγώνες επιλογής.

    Большой русско-греческий словарь > отборочный

  • 82 оценочный

    επ.
    εκτιμητικός, της εκτίμησης•

    -ая комиссия επιτροπή εκτίμησης ή διατίμησης•

    -ая стоимость имущества εκτιμητική αξία της περιουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > оценочный

  • 83 парламентский

    επ.
    κοινοβουλευτικός•

    -ие партии κοινοβουλευτικά κόμματα•

    -ая делегация κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία•

    парламентский комитет κοινοβουλευτική επιτροπή•

    -ое государство κοινοβουλευτικό κράτος.

    Большой русско-греческий словарь > парламентский

  • 84 партком

    α.
    κομματική επιτροπή. || τα γραφεία της κομματικής επιτροπής.

    Большой русско-греческий словарь > партком

  • 85 перекомиссия

    θ.
    επιτροπή επανεξέτασης.

    Большой русско-греческий словарь > перекомиссия

  • 86 погасание

    ουδ.
    σβέση, σβήσιμο, κατάσβεση•

    погасание огня σβήσιμο της φωτιάς.

    || μτφ. εξάλειψη, απάλειψη, απόσβεση•

    комиссия -я долгов επιτροπή απόσβεσης χρεών.

    Большой русско-греческий словарь > погасание

  • 87 приёмный

    επ.
    1. της λήψης•

    -ая антена κεραία λήψης.

    2. της υποδοχής• της ακρόασης ή της επίσκεψης (ασθενών στο γιατρό)•

    -ая комната δωμάτιο αναμονής•

    часы -а ώρες ακρόασης.

    3. εισαγωγικός, της εισαγωγής•

    -ая комиссия η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων.

    4. ουσ. θ. -ая, -ой δωμάτιο αναμονής.
    εκφρ.
    приёмный отец – θετός πατέρας, ψυχοπατέρας•
    - ая мать – θετή ητέρα, ψυχομάνσ•
    приёмный сын – θετός γιος, ψυχογιός•
    - ая дочь – θετή θυγατέρα, παρακόρη, ψυχοκόρη.

    Большой русско-греческий словарь > приёмный

  • 88 приёмочный

    επ.
    της λήψης, της παραλαβής•

    приёмочный акт πράξη παραλαβής•

    -ая комиссия επιτροπή παραλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > приёмочный

  • 89 призывной

    επ.
    στρατολογικός, της στρατολογίας•

    призывной пункт κέντρο προσέλευσης νεοσύλλεκτων•

    -ая комиссия επιτροπή στρατολογίας.

    || ως ουσ. βλ. призывник.

    Большой русско-греческий словарь > призывной

  • 90 проверочный

    επ. (εξ)ελεγκτικός•

    -ая комиссия επιτροπή ελέγχου.

    Большой русско-греческий словарь > проверочный

  • 91 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 92 профком

    α.
    συνδικαλιστική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > профком

  • 93 разъяснение

    ουδ.
    διασάφηση, -φήνιση, διευκρίνιση, διαλεύκανση, ξεδιάλυμα, ξεκαθάρισμα• εξήγηση: официальное разъяснение επίσημη διευκρίνιση•

    комиссия занимается -ем этого дела η επιτροπή ασχολείται με τη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснение

  • 94 раскассировать

    -рук, -руешь
    ρ.σ.μ.
    ανασχηματίζω•

    раскассировать полк ανασχηματίζω το σύνταγμα•

    раскассировать комиссию ανασχηματίζω την επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > раскассировать

  • 95 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

  • 96 ревизионный

    επ. (εξ)ελγκτικός, του ελέγχου•

    -ая комиссия ελεγκτική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > ревизионный

  • 97 ревком

    α.
    επαναστατική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > ревком

  • 98 редакционный

    επ.
    συντακτικός, της σύνταξης•

    -ые поправки διορθώσεις της σύνταξης-редакционныйые указания υποδείξεις της σύνταξης•

    -ая работа η συντακτική εργασία•

    -ая коллегия η συντακτική επιτροπή•

    -ая статья κύριο άρθρο.

    Большой русско-греческий словарь > редакционный

  • 99 редколлегия

    θ.
    συντακτική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > редколлегия

  • 100 ремонтный

    επ.
    της επισκευής, επιδιορθωτικός.
    επ.
    1. της επίταξης ζώων•

    -ая комиссия επιτροπή επίταξης ζώων.

    2. αναπαραγωγικός, για αναπαραγωγή ζώων.

    Большой русско-греческий словарь > ремонтный

См. также в других словарях:

  • ἐπιτροπή — reference fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτροπῇ — ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres ind mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj act 3rd sg ἐπιτροπή reference fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας — Όργανο του επαναστατικού καθεστώτος στη Γαλλία (1793). Την αποτελούσαν 12 μέλη και συγκροτήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, που το 1792 ανακήρυξε την Α’ Δημοκρατία. Σε αυτήν, που γρήγορα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, δέσποζαν οι μορφές του… …   Dictionary of Greek

  • Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίας, Επιτροπή Κοινής- — (Comite du Salut Public). Επιτροπή της γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης που συγκροτήθηκε στις 6 Απριλίου 1793. Η Επιτροπή είχε εννέα μέλη, ανάμεσα στα οποία και οι Δαντών, Μπαρέρ και Καμπόν. Σκοπός της ήταν η λήψη μέτρων για την απόκρουση της… …   Dictionary of Greek

  • Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»