-
1 επιμονή
-
2 ἐπιμονῇ
-
3 επιμονή
-
4 ἐπιμονή
-
5 ἐπιμονή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 38,27steadfastness; see ὑπομονή -
6 ἐπιμονή
ἐπιμον-ή, ἡ,A tarrying, delay, Th.2.18; residence, Sammelb.5343.42 (ii A.D.).2. steadfastness, Pl.Cra. 395b, Plu.Sert.16; persistence, Sor.2.16,40; of fruit, Thphr.CP2.9.8.3. staying still, inactivity, of a patient confined to bed, Phld.Ir.p.29 W.4. Rhet., dwelling on a point, treating it elaborately, Longin.12.2, Demetr.Eloc. 280, Hermog.Id.1.11, Alex.Fig.1.10, etc.II. ἐν ἐπιμονᾷ τινος, of a balance left in the hands of the treasurer, IG14.423 ii 5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμονή
-
7 επιμονή
persistenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιμονή
-
8 επιμονήι
-
9 ἐπιμονῆι
-
10 επιμονής
-
11 ἐπιμονῆς
-
12 επιμοναίς
-
13 ἐπιμοναῖς
-
14 επιμοναί
-
15 ἐπιμοναί
-
16 επιμονών
-
17 ἐπιμονῶν
-
18 επιμονάς
-
19 ἐπιμονάς
-
20 επιμονήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιμονῇ — ἐπιμονή tarrying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονή — tarrying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… … Dictionary of Greek
επιμονή — η 1. η σταθερή εμμονή σε κάτι, σταθερότητα: Η επιμονή όλα τα νικά. 2. πείσμα: Είναι εκνευριστική η επιμονή σου. 3. σχήμα λόγου με το οποίο επιμένουμε να αναπτύξουμε πιο πολύ μια λέξη ή μια φράση, η επεξεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμονῆι — ἐπιμονῇ , ἐπιμονή tarrying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμοναῖς — ἐπιμονή tarrying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμοναί — ἐπιμονή tarrying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονῆς — ἐπιμονή tarrying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονήν — ἐπιμονή tarrying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονῶν — ἐπιμονή tarrying fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek