-
41 проворство
-а ουδ.σβελτάδα, ευκινησία, γρηγοράδα• επιδεξιότητα. -
42 трюк
-а α.επιδεξιότητα• τολμηρό επιχείρημα• κόλπο• τρυκ•акробатический трюк ακροβατικό τρυκ.
|| απάτη, τέχνασμα, λοβιτούρα• ελιγμός ξαφνικός. -
43 увёртливость
-и θ.1. επιδεξιότητα, επιτηδειότητα,, ευστροφία.2. πονηριά, δολιότητα. -
44 умелость
-и θ.ικανότητα, επιδεξιότητα-επιτηδειότητα. -
45 ухватка
-и θ.1. σβελτάδα, ευλυγισία, ευστροφία• επιδεξιότητα, επ ιτηδε ιότητα.2. βλ. повадка. -
46 хватка
-и θ.πιάσιμο, πάρσιμο, λαβή,τρόπος λήψης. || μτφ. τρόπος ενέργειας, σύλληψης• διαγωγή. || ικανότητα, επιδεξιότητα, ε-πιτηδε ιότητα• σβελτάδα. -
47 шик
-а (-у) α. το σικ, χάρη, κομψότητα, φιλοκαλία. || επιδεξιότητα.• τακτ.εκφρ.задавать шик (шику) – βλ. шиковать. -
48 юркость
-и θ.σβελτάδα, ευκινησία, γρηγοράδα-επιδεξιότητα. -
49 ustalık
μαστοριά, επιδεξιότητα -
50 adresse
1) διεύθυνση2) επιδεξιότητα3) ικανότητα -
51 dovednost
1) επιδεξιότητα2) ικανότητα3) τέχνασμα4) τέχνη -
52 obratnost
1) διεύθυνση2) επιδεξιότητα3) ικανότητα -
53 šikovnost
1) επιδεξιότητα2) τέχνη -
54 zručnost
1) επιδεξιότητα2) ικανότητα3) τέχνη -
55 dexterity
1) δεξιοτεχνία2) επιδεξιότητα3) επιτηδειότητα -
56 skill
1) επιδεξιότητα2) ικανότητα3) τέχνη4) φιλοτεχνία -
57 biegłość
1) επιδεξιότητα2) ικανότητα -
58 sprawność
1) διεύθυνση2) επιδεξιότητα3) ικανότητα -
59 umiejętność
1) επιδεξιότητα2) ικανότητα -
60 wprawa
1) επιδεξιότητα2) ικανότητα3) πρακτική
См. также в других словарях:
επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… … Dictionary of Greek
επιδεξιότητα — η επιτηδειότητα, τέχνη, μαστοριά, καπατσοσύνη, επιδεξιοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδεξιότητα — ἐπιδεξιότης handiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
λιθοδαίδαλος — λιθοδαίδαλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί με επιδεξιότητα σε λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δαίδαλος «δουλεμένος με επιδεξιότητα»] … Dictionary of Greek
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek
ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… … Dictionary of Greek
τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek