Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+επέκταση

  • 21 расширение

    [ρασσυριένιιε] ουσ ο επέκταση

    Русско-эллинский словарь > расширение

  • 22 из...

    (κ. изо..., изъ..., ис...) πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή της κίνησης από μέσα προς τα έξω από τα όρια ενός μέρους αφαίρεση, εξαγωγή από κάτι (αντιστοιχεί με το πρόθεμα «вы...»).
    2. επέκταση της ενέργειας σε όλο,το αντικείμενο, προς όλες τις κατευθύνσεις.
    3. φορά της ενέργειας ως το ανώτατο όριο, ολοκλήρωση της ενέργειας.
    4. πλήρη κατανάλωση του αντικειμένου στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια.
    5. (με το μόριο -ся) απόκτηση κάποιας ποιότητας,ιδιότητας σαν συνέπεια της συνεχούς επανάληψης μιας ενέργειας ή και αντίθεται απώλεια κάποιας ιδιότητας, ικανότητας.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα και σημαίνει ύπαρξη κάποιας απόχρωσης ενός χρώματος.

    Большой русско-греческий словарь > из...

  • 23 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 24 над...

    (надо... κ. надъ...)• πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. επαύξηση• επιπρόσθεση, συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надрисовать κλπ., αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επι...»: επιδένω, επικολλώ κλπ.
    2. λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω από κάτι• πάνω σε κάτι (επι...): надбровье, надземный κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > над...

  • 25 о...

    о..., об..., обо..., объ...
    1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.
    2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.
    3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.
    4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.
    5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.
    6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.
    7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.
    8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.
    9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.
    10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть.

    Большой русско-греческий словарь > о...

  • 26 обобщение

    ουδ.
    γενίκευση, καθολίκευση, επέκταση•

    обобщение опыта новаторов γενίκευση της πείρας καινοτόμων•

    делать обобщение γενικεύω.

    Большой русско-греческий словарь > обобщение

  • 27 пере...

    (πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.
    2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.
    3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.
    4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.
    5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.
    6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.
    7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.
    8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.
    9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.
    10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.
    11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться.

    Большой русско-греческий словарь > пере...

  • 28 переход

    α.
    1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.
    2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).
    3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•

    переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.

    || μετατροπή εξέλιξη•

    переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.

    4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).
    5. πέρασμα (μέρος διάβασης).
    6. διάδρομος.
    7. μετάπτωση.

    Большой русско-греческий словарь > переход

  • 29 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 30 под...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > под...

  • 31 подъ...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > подъ...

  • 32 при...

    (πρόθεμα).
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κίνηση ως το σκοπό• περάτωση, τέρμα: прийти, прибежать, прилететь.
    2. ενέργεια ως ένα καθορισμένο αποτέλεσμα: приготовить, прикончить, приучить.
    3. πλησίαση, άγγιγμα, επαφή: приставить, притронуться.
    4. στερέωση, σύνδεση: привязать, приклеить, пришить.
    5. σφίξιμο, θλίψη• ομαλοποίηση: придавить, прижать, примять.
    6. ενέργεια που επιστρέφει στον ίδιον, προς ίδιον συμφέρον: приписать, прикупить, присчитать.
    8. ατελή ενέργεια•

    приоткрыть, прикрыть, привянуть.

    9. (απλ.) επέκταση της ενέργειας σε όλα τα αντικείμενα και ως εκ τούτου ολοκλήρωση της ενέργειας: приесть (весь хлеб), прирезать (весь скот).
    10. ενέργεια που συνοδεύει μια άλλη ενέργεια: припевать, приплясывать.
    II.
    Σχηματίζει επ. κ. ουσ. με σημασία: πλησίον, κοντά, σιμά, γύρω: прибрежье, прибрежный, приволжский.

    Большой русско-греческий словарь > при...

  • 33 продолжение

    ουδ.
    1. συνέχιση, εξακολούθηση•

    продолжение работы συνέχιση της εργασίας.

    || συνέχεια.• продолжение в следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)•

    продолжение следует ακολουθεί (έπεται) συνέχεια.

    2. επέκταση, επιμήκυνση• προέκταση•

    деревянный забор -каменной стены ο ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου.

    || παράταση•

    -перемирия παράταση της ανακωχής•

    продолжение отпуска παράταση της άδειας.

    εκφρ.
    в продолжение чего – κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκούντος, διαρκούσης•
    в продолжение обеда – κατά το γεύμα•
    в продолжение бури – διαρκούσης της θύελλας.

    Большой русско-греческий словарь > продолжение

  • 34 раз...

    раз..., разо..., разъ..., рас...
    πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κομμάτιασμα, χώρισμα σε μέρη;•

    разбить, разломать, разрубить.

    2. αποσύνδεση• ξεχώρισμα: развязать, раздвинуть.
    3. καταμερισμό: раздать, разложить.
    4. εξάπλωση της ενέργειας προς διάφορες κατευθύνσεις: разбросать, разбрызгать.
    5. (με το μόριο -(ся) κίνηση από ένα σημείο προς διάφορες κατευθύνσεις: разбежаться, разлететься.
    6. επέκταση της ενέργειας σε όλη την επιφάνεια: разлиновать, разрисовать.
    7. επίτευξη ως αποτέλεσμα δράσης: разбогатеть.
    8. αντενέργεια• ανάκληση• αναθεώρηση προηγούμενης θέσης, σκέψης, αποτελέσματος: раздумать, разлюбить, размагнитить.
    9. ένταση της ενέργειας: разобитеть, разукрасить.
    10. (με το μόριο -(ся) βαθμιαία αύξηση του αρχινημένου και φτάσιμο σε ανώτατο βαθμό: разбаловаться, разыграться.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό
    επ. κ. ουσ. με σημ. ανώτατου βαθμού, ποιότητας, ιδιότητας κ.τ.τ. развесёлый, разудальный.

    Большой русско-греческий словарь > раз...

  • 35 распространённость

    θ.
    επέκταση. || διάδοση.

    Большой русско-греческий словарь > распространённость

  • 36 расширение

    ουδ.
    1. (δι)εύρυνση, πλάτεμα, φάρδεμα•

    расширение дороги φάρδεμα του δρόμου•

    кругозора πλάτεμα του (πνευματικού) ορίζοντα.

    2. αύξηση, μεγάλωμα, μεγάθυνση• επέκταση•

    расширение забастовочного движения μεγάλωμα του απεργιακού κινήματος.

    || διαστολή, διόγκωση. || πλάτυσμα, το πλατύ μέρος•

    труба с -ем σωλήνας με πλάτυσμα.

    Большой русско-греческий словарь > расширение

  • 37 у...

    1.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.
    2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.
    3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.
    4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.
    5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).
    II.
    Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть.

    Большой русско-греческий словарь > у...

  • 38 удлинение

    ουδ.
    επιμήκυνση, μάκρυνση, μάκρεμα• επέκταση• (για χρόνο) παράταση.

    Большой русско-греческий словарь > удлинение

  • 39 экспансия

    θ.
    επέκταση, εξάπλωση•

    экономическая экспансия οικονομική εξάπλωση•

    политическая экспансия πολιτική εξάπλωση.

    Большой русско-греческий словарь > экспансия

  • 40 экстенсивность

    θ.
    εκτατικότητα, επέκταση.

    Большой русско-греческий словарь > экстенсивность

См. также в других словарях:

  • επέκταση — η (AM ἐπέκτασις) [επεκτείνω] 1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων») 2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί) 3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος νεοελλ. 1. ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek

  • επέκταση — η 1. ηπαραπέρα αύξηση σε μήκος ή σε έκταση: Επέκταση της πλατείας. 2. μτφ., αύξηση, διεύρυνση, ανάπτυξη, εξάπλωση: Επέκταση δικαιωμάτων. 3. (γραμμ.), η αναλογική χρήση λέξης σε άλλη σημασία εκτός από την κυριολεκτική, η μεταφορική χρήση: Το φρύδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»