-
21 домино
-
22 зимний
επ.χειμωνιάτικος, χειμερινός•зимний вечер χειμωνιάτικη βραδιά•
-ее время χειμωνιάτικος καιρός• εποχή του χειμώνα•
-ее помещение το χειμωνιάτικο (δωμάτιο)•
-яя од-жда χειμερινή ενδυμασία•
-яя груша χειμωνιάτικο αχλάδι•
-яя спячка χειμερινή νάρκη•
-ее солнцестояние χειμερινό ηλιοστάσιο.
-
23 коробить
-блю, -бишьρ.δ. μ.1. στραβώνω, σκεβρώνω•жар -ит сырые доски η μεγάλη ζέστη σκεβρώνει τις υγρές σανίδες.
2. απρόσ. (απλ.) σφαδάζω.3. μτφ. πληγώνω, καταλυπώ, ραγίζω την καρδιά.1. σκεβρώνω, στραβώνω.2. φουσκώνω, ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι (για ενδυμασία). -
24 месячина
-ы θ. παλ. το μηνιάτικο του δουλοπάροικου (αμοιβή σε τρόφιμα και ενδυμασία). -
25 мешок
-шка α.1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•
таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•
вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.
2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.
4. κάλυκας λουλουδιού.εκφρ.золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•- и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι. -
26 мызгать
ρ.δ.μ. (απλ.) λερώνω χαλώ, φθείρω (ενδυμασία). -
27 наносить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ•наносить груду камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.
1. μεταφέρω, κουβαλώ (πολύ, πολλά)• κουράζομαι από το πολύ κουβάλημα•наносить дров κουράζομαι να μεταφέρω καυσόξυλα•
я -лся, таскай ты теперь воду εγώ κουράστηκα, τώρα είναι η σειρά σου να κουβαλάς νερό.
2. (για ενδυμασία, υπόδηση) φοριέμαι, κρατώ, αντέχω•эти сапоги долго не -ятся αυτές οι μπότες δεν κρατάνε πολύ (δεν είναι γερές).
-
28 наряд
-
29 национальный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно.1. εθνικός•-ое единство εθνική ενότητα•
национальный флаг εθνική σημαία•
национальный гимн εθνικός ύμνος•
национальный доход εθνικό έσοδο•
национальный костюм εθνική (παραδοσιακή) ενδυμασία.
2. κρατικός•-ое имущество κρατική (δημόσια) περιουσία.
3. της εθνότητας•национальный район περιοχή εθνότητας.
εκφρ.- ое меньшинство – εθνική μειονότητα. -
30 неглиже
ουδ. άκλ. σπιτική πρωινή ενδυμασία. || ασυγύριστός, ασυμμάζευτος, ατημελής, ατημέλητος.επίρ.ατημέλητα, απεριποίητα. -
31 недомерок
-рка „α. πράγμα μικρότερων διαστάσεων του κανονικού. || υπόδημα ή ενδυμασία μικρότερου αριθμού. -
32 обмундировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмундированный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. ντύνω, εφοδιάζω με ενδυμασία, ιματίζω•-полк εφοδιάζω με ιματισμό το σύνταγμα•
новобранца ещё не -ли το νεοσύλλεκτο ακόμα δεν τον έντυσαν.
ντύνομαι, αποκτώ ιματισμό. -
33 обмундировочный
επ.για ιματισμό, για ενδυμασία•-ые деньги χρήματα για ιματισμό.
-
34 обтянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω τεντώνοντας•обтянуть кр-сло кожей ντύνω την πολυθρόνα με δέρμα.
|| (για ενδυμασία) σφίγγω.1. καλύπτομαι, ντύνομαι, τεντώνομαι.2. (για πρόσωπο) αποκτώ αδρά χαρακτηριστικά (γραμμές). -
35 одежда
-ы θ.1. ενδυμασία• στολή• περιβολή• φορεσιά. || εσώρουχα.2. (τεχ.)επένδυση, κάλυψη•кименная одежда дороги λίθινη επίστρωση δρόμου.
-
36 одёрнуть
ρ.σ.μ. διευθετώ, ισιάζω τραβώντας•одёрнуть фартук, платье διευθετώ την ποδιά, το φόρεμα.
|| μτφ. διακόπτω ομιλούντα• καλώ, επαναφέρω στην τάξη.διευθετούμαι, συγυρίζομαι, ευτρεπιζομαι (κατά την ενδυμασία). -
37 опалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опа-ленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. περικαίω, περιφλογίζω, καψαλίζω.2. (για ήλιο, καύσωνα, άνεμο) στεγνώνω, ξηραίνω.1. περικαίομαι, περιφλογίζομαι(για δέρμα, ενδυμασία).2. (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, ανάβω. -
38 откровенный
επ., βρ: -внен, -внна, -о.1. ειλικρινής•откровенный человек ειλικρινής άνθρωπος.
2. απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος• απροσχημάτιστος• έκδηλος, φανερός. || ευπαρρησίαστος, ελευθερόστομος.3. (για ενδυμασία) αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος). -
39 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
40 партикулярный
επ. παλ.1. ίδιος, ιδιαίτερος• ατομικός.2. (για ενδυμασία) ιδιωτικός.
См. также в других словарях:
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — η το σύνολο των εξωτερικών ενδυμάτων του ανθρώπου, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek