Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ενδυμασία

  • 21 домино

    ουδ. άκλ. ενδυμασία των απόκρεω.
    ουδ. άκλ. ντόμινο (παιγνίδι).

    Большой русско-греческий словарь > домино

  • 22 зимний

    επ.
    χειμωνιάτικος, χειμερινός•

    зимний вечер χειμωνιάτικη βραδιά•

    -ее время χειμωνιάτικος καιρός• εποχή του χειμώνα•

    -ее помещение το χειμωνιάτικο (δωμάτιο)•

    -яя од-жда χειμερινή ενδυμασία•

    -яя груша χειμωνιάτικο αχλάδι•

    -яя спячка χειμερινή νάρκη•

    -ее солнцестояние χειμερινό ηλιοστάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > зимний

  • 23 коробить

    -блю, -бишь
    ρ.δ. μ.
    1. στραβώνω, σκεβρώνω•

    жар -ит сырые доски η μεγάλη ζέστη σκεβρώνει τις υγρές σανίδες.

    2. απρόσ. (απλ.) σφαδάζω.
    3. μτφ. πληγώνω, καταλυπώ, ραγίζω την καρδιά.
    1. σκεβρώνω, στραβώνω.
    2. φουσκώνω, ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι (για ενδυμασία).

    Большой русско-греческий словарь > коробить

  • 24 месячина

    θ. παλ. το μηνιάτικο του δουλοπάροικου (αμοιβή σε τρόφιμα και ενδυμασία).

    Большой русско-греческий словарь > месячина

  • 25 мешок

    -шка α.
    1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•

    сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•

    таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•

    вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.

    2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.
    3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•

    полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.

    4. κάλυκας λουλουδιού.
    εκφρ.
    золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•
    - и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•
    сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•
    точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > мешок

  • 26 мызгать

    ρ.δ.μ. (απλ.) λερώνω χαλώ, φθείρω (ενδυμασία).

    Большой русско-греческий словарь > мызгать

  • 27 наносить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наношенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ•

    наносить груду камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.

    1. μεταφέρω, κουβαλώ (πολύ, πολλά)• κουράζομαι από το πολύ κουβάλημα•

    наносить дров κουράζομαι να μεταφέρω καυσόξυλα•

    я -лся, таскай ты теперь воду εγώ κουράστηκα, τώρα είναι η σειρά σου να κουβαλάς νερό.

    2. (για ενδυμασία, υπόδηση) φοριέμαι, κρατώ, αντέχω•

    эти сапоги долго не -ятся αυτές οι μπότες δεν κρατάνε πολύ (δεν είναι γερές).

    Большой русско-греческий словарь > наносить

  • 28 наряд

    α.
    στολή, ενδυμασία (επίσημη ή γιορτινή)• κοστούμι.
    α.
    1. διαταγή, εντολή εκτέλεσης εργασίας. || έγγραφο (εκτέλεσης εργασίας ή πληρωμής). || διατακτική.
    2. (στρατ.) υπηρεσία, εργασία, αγγαρεία. || (στρατ.) τμήμα υπηρεσίας ή αγγαρείας.

    Большой русско-греческий словарь > наряд

  • 29 национальный

    επ. βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. εθνικός•

    -ое единство εθνική ενότητα•

    национальный флаг εθνική σημαία•

    национальный гимн εθνικός ύμνος•

    национальный доход εθνικό έσοδο•

    национальный костюм εθνική (παραδοσιακή) ενδυμασία.

    2. κρατικός•

    -ое имущество κρατική (δημόσια) περιουσία.

    3. της εθνότητας•

    национальный район περιοχή εθνότητας.

    εκφρ.
    - ое меньшинство – εθνική μειονότητα.

    Большой русско-греческий словарь > национальный

  • 30 неглиже

    ουδ. άκλ. σπιτική πρωινή ενδυμασία. || ασυγύριστός, ασυμμάζευτος, ατημελής, ατημέλητος.
    επίρ.
    ατημέλητα, απεριποίητα.

    Большой русско-греческий словарь > неглиже

  • 31 недомерок

    -рка „α. πράγμα μικρότερων διαστάσεων του κανονικού. || υπόδημα ή ενδυμασία μικρότερου αριθμού.

    Большой русско-греческий словарь > недомерок

  • 32 обмундировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмундированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. ντύνω, εφοδιάζω με ενδυμασία, ιματίζω•

    -полк εφοδιάζω με ιματισμό το σύνταγμα•

    новобранца ещё не -ли το νεοσύλλεκτο ακόμα δεν τον έντυσαν.

    ντύνομαι, αποκτώ ιματισμό.

    Большой русско-греческий словарь > обмундировать

  • 33 обмундировочный

    επ.
    για ιματισμό, για ενδυμασία•

    -ые деньги χρήματα για ιματισμό.

    Большой русско-греческий словарь > обмундировочный

  • 34 обтянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω τεντώνοντας•

    обтянуть кр-сло кожей ντύνω την πολυθρόνα με δέρμα.

    || (για ενδυμασία) σφίγγω.
    1. καλύπτομαι, ντύνομαι, τεντώνομαι.
    2. (για πρόσωπο) αποκτώ αδρά χαρακτηριστικά (γραμμές).

    Большой русско-греческий словарь > обтянуть

  • 35 одежда

    θ.
    1. ενδυμασία• στολή• περιβολή• φορεσιά. || εσώρουχα.
    2. (τεχ.)
    επένδυση, κάλυψη•

    кименная одежда дороги λίθινη επίστρωση δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > одежда

  • 36 одёрнуть

    ρ.σ.μ. διευθετώ, ισιάζω τραβώντας•

    одёрнуть фартук, платье διευθετώ την ποδιά, το φόρεμα.

    || μτφ. διακόπτω ομιλούντα• καλώ, επαναφέρω στην τάξη.
    διευθετούμαι, συγυρίζομαι, ευτρεπιζομαι (κατά την ενδυμασία).

    Большой русско-греческий словарь > одёрнуть

  • 37 опалить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опа-ленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. περικαίω, περιφλογίζω, καψαλίζω.
    2. (για ήλιο, καύσωνα, άνεμο) στεγνώνω, ξηραίνω.
    1. περικαίομαι, περιφλογίζομαι(για δέρμα, ενδυμασία).
    2. (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > опалить

  • 38 откровенный

    επ., βρ: -внен, -внна, -о.
    1. ειλικρινής•

    откровенный человек ειλικρινής άνθρωπος.

    2. απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος• απροσχημάτιστος• έκδηλος, φανερός. || ευπαρρησίαστος, ελευθερόστομος.
    3. (για ενδυμασία) αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος).

    Большой русско-греческий словарь > откровенный

  • 39 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

  • 40 партикулярный

    επ. παλ.
    1. ίδιος, ιδιαίτερος• ατομικός.
    2. (για ενδυμασία) ιδιωτικός.

    Большой русско-греческий словарь > партикулярный

См. также в других словарях:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — η το σύνολο των εξωτερικών ενδυμάτων του ανθρώπου, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»