Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+εμπιστοσύνη

  • 21 малонадежный

    малонадежный
    прил (о человеке) ἀναξιόπιστος, πού δέν μπορείς νά του ἐχεις ἐμπιστοσύνη.

    Русско-новогреческий словарь > малонадежный

  • 22 нельзя

    нельзя
    предик безл
    1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:
    никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·
    2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:
    здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν.

    Русско-новогреческий словарь > нельзя

  • 23 неограниченный

    неограниченный
    прил ἀπεριόριστος / ἀπόλυτος (о власти):
    \неограниченныйая монархия ἡ ἀπόλυτη μοναρχίά \неограниченныйое доверие ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη· \неограниченныйые права τά ἀπεριόριστα δικαιώματα

    Русско-новогреческий словарь > неограниченный

  • 24 неуверенностьый

    неуверенность||ый
    прил ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):
    отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του.

    Русско-новогреческий словарь > неуверенностьый

  • 25 облекать

    облекать
    несов
    1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·
    2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:
    \облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·
    3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:
    \облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον.

    Русско-новогреческий словарь > облекать

  • 26 оправдать

    оправдать
    сов, оправдывать несов
    1. δικαιολογώ, δικαιώνω / юр. ἀθωώνω, ἀθωῶ:
    \оправдать чей-л. поступок δικαιολογώ μιά πράξη·
    2. (ожидания и т. п.) δικαιώνω:
    \оправдать чье-л. доверие δικαιώνω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου·
    3. (возмещать, окупать) καλύπτω:
    \оправдать расходы καλύπτω (или βγάζω) τά ἔξοδά μου.

    Русско-новогреческий словарь > оправдать

  • 27 относиться

    относиться
    несов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:
    \относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·
    2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:
    э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    3. мат σχετίζομαι προς.

    Русско-новогреческий словарь > относиться

  • 28 подрывать

    подрывать I
    несов
    1. (взрывать) ἀνατινάζω, ἀνατινάσσω·
    2. перен ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω:
    \подрывать доверие κλονίζω τήν ἐμπιστοσύνη· \подрывать (свое) здоровье ὑποσκάπτω τήν ὑγείαν μου· \подрывать основы чего́-л. ὑποσκάπτω τά θεμέλια
    подрывать II
    несов (подкопать) ὑποσκάπτω.

    Русско-новогреческий словарь > подрывать

  • 29 употреблять

    употреб||лять
    несов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    \употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:
    это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον.

    Русско-новогреческий словарь > употреблять

  • 30 доверие

    [νταβιέριιε] ουσ ο. εμπιστοσύνη

    Русско-греческий новый словарь > доверие

  • 31 доверять

    [νταβιργιάι"] ρ. έχω εμπιστοσύνη

    Русско-греческий новый словарь > доверять

  • 32 доверие

    [νταβιέριιε] ουσ ο εμπιστοσύνη

    Русско-эллинский словарь > доверие

  • 33 доверять

    [νταβιργιάι"] ρ έχω εμπιστοσύνη

    Русско-эллинский словарь > доверять

  • 34 безусловный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    απεριόριστος, απόλυτος, πλήρης•

    -ое доверие απόλυτη εμπιστοσύνη.

    || χωρίς όρο•

    безусловный рефлекс απλό, μη εξαρτημένο ανακλαστικό.

    || αναμφίβολος, βέβαιος, εξασφαλισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > безусловный

  • 35 благонадежность

    θ.
    παλ. εμπιστοσύνη, αξιοπιστία.
    εκφρ.
    свидетельство о -и – πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > благонадежность

  • 36 веровать

    -рую, -руешь, μτχ. ενστ. верующий, ρ.δ.
    1. πιστεύω στο θεό. || έχω πεποίθηση•

    он -ет в свое право αυτός πιστεύει στο δίκιο του.

    2. παλ. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > веровать

  • 37 взаимный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно
    αμοιβαίος•

    -ое доверие αμοιβαία εμπιστοσύνη•

    -ая помощь αμοιβαία βοήθεια, αλληλοβοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > взаимный

  • 38 вкрасться

    -адусь, -адешься, παρλθ. χρ. вкрался, -лась, -лось, ρ.σ.
    εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, λαθραία, κλέφτικα•

    вор -лся в дом ο κλέφτης μπήκε κρυφά στο σπίτι.

    || μτφ. εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, υπεισέρχομαι, περνώ απαρατήρητα•

    в статью -лись опечатки στο άρθρο πέρασαν απαρατήρητα τυπογραφικά λάθη.

    εκφρ.
    вкрасться в доверие ή в милость – αποχτώ την εμπιστοσύνη με κολακεία, πονηριά.

    Большой русско-греческий словарь > вкрасться

  • 39 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 40 втереть

    вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.
    1. εντρίβω, μαλάσσω•

    втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.

    2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.
    εκφρ.
    втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).
    εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•

    втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    || υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•

    втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.

    εκφρ.
    втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > втереть

См. также в других словарях:

  • εμπιστοσύνη — η 1. η απόλυτη πίστη στην αξία και την εντιμότητα κάποιου: Έχει εμπιστοσύνη στον υπασπιστή του. 2. (για πράγματα, ενέργειες, καταστάσεις), η πεποίθηση στην αξία του περιεχομένου τους: Δεν έχω εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπιστοσύνη — η 1. το να υπάρχει πίστη σε κάποιον ή κάτι, βεβαιότητα για την ειλικρίνεια, την αλήθεια ή την ορθότητα 2. εγγύηση 3. ασφάλεια 4. φρ. «κατάχρηση εμπιστοσύνης» το αδίκημα κατά το οποίο κάποιος αφαιρεί κινητές αξίες ή παραβαίνει καθήκοντα τών οποίων …   Dictionary of Greek

  • πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • έμπιστος — η, ο 1. αυτός ο οποίος εμπνέει εμπιστοσύνη, προς τον οποίο τρέφει κανείς εμπιστοσύνη 2. ως ουσ. εκείνος τον οποίο εμπιστεύεται κάποιος …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»