-
21 малонадежный
малонадежныйприл (о человеке) ἀναξιόπιστος, πού δέν μπορείς νά του ἐχεις ἐμπιστοσύνη. -
22 нельзя
нельзяпредик безл1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν. -
23 неограниченный
неограниченныйприл ἀπεριόριστος / ἀπόλυτος (о власти):\неограниченныйая монархия ἡ ἀπόλυτη μοναρχίά \неограниченныйое доверие ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη· \неограниченныйые права τά ἀπεριόριστα δικαιώματα -
24 неуверенностьый
неуверенность||ыйприл ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του. -
25 облекать
облекатьнесов1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:\облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:\облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον. -
26 оправдать
оправдатьсов, оправдывать несов1. δικαιολογώ, δικαιώνω / юр. ἀθωώνω, ἀθωῶ:\оправдать чей-л. поступок δικαιολογώ μιά πράξη·2. (ожидания и т. п.) δικαιώνω:\оправдать чье-л. доверие δικαιώνω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου·3. (возмещать, окупать) καλύπτω:\оправдать расходы καλύπτω (или βγάζω) τά ἔξοδά μου. -
27 относиться
относитьсянесов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:\относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·3. мат σχετίζομαι προς. -
28 подрывать
подрывать Iнесов1. (взрывать) ἀνατινάζω, ἀνατινάσσω·2. перен ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω:\подрывать доверие κλονίζω τήν ἐμπιστοσύνη· \подрывать (свое) здоровье ὑποσκάπτω τήν ὑγείαν μου· \подрывать основы чего́-л. ὑποσκάπτω τά θεμέλιαподрывать IIнесов (подкопать) ὑποσκάπτω. -
29 употреблять
употреб||лятьнесов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:\употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον. -
30 доверие
[νταβιέριιε] ουσ ο. εμπιστοσύνη -
31 доверять
[νταβιργιάι"] ρ. έχω εμπιστοσύνη -
32 доверие
[νταβιέριιε] ουσ ο εμπιστοσύνη -
33 доверять
[νταβιργιάι"] ρ έχω εμπιστοσύνη -
34 безусловный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαπεριόριστος, απόλυτος, πλήρης•-ое доверие απόλυτη εμπιστοσύνη.
|| χωρίς όρο•безусловный рефлекс απλό, μη εξαρτημένο ανακλαστικό.
|| αναμφίβολος, βέβαιος, εξασφαλισμένος. -
35 благонадежность
-
36 веровать
-рую, -руешь, μτχ. ενστ. верующий, ρ.δ.1. πιστεύω στο θεό. || έχω πεποίθηση•он -ет в свое право αυτός πιστεύει στο δίκιο του.
2. παλ. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι. -
37 взаимный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноαμοιβαίος•-ое доверие αμοιβαία εμπιστοσύνη•
-ая помощь αμοιβαία βοήθεια, αλληλοβοήθεια.
-
38 вкрасться
-адусь, -адешься, παρλθ. χρ. вкрался, -лась, -лось, ρ.σ.εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, λαθραία, κλέφτικα•вор -лся в дом ο κλέφτης μπήκε κρυφά στο σπίτι.
|| μτφ. εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, υπεισέρχομαι, περνώ απαρατήρητα•в статью -лись опечатки στο άρθρο πέρασαν απαρατήρητα τυπογραφικά λάθη.
εκφρ.вкрасться в доверие ή в милость – αποχτώ την εμπιστοσύνη με κολακεία, πονηριά. -
39 войти
войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•
заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.
2. συμπεριλαμβάνομαι•войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.
|| γίνομαι μέλος•он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.
3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.
4. εισχωρώ, εισδύω•войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.
5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•
в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•
войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•
войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•
войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•
войти в известность γίνομαι γνωστός.
εκφρ.войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•войти в дружбу – πιάνω φιλία•войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•войти в лета ή в года ή в возраст – παλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό. -
40 втереть
вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.1. εντρίβω, μαλάσσω•втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.
2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.εκφρ.втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.
|| υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.
εκφρ.втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.
См. также в других словарях:
εμπιστοσύνη — η 1. η απόλυτη πίστη στην αξία και την εντιμότητα κάποιου: Έχει εμπιστοσύνη στον υπασπιστή του. 2. (για πράγματα, ενέργειες, καταστάσεις), η πεποίθηση στην αξία του περιεχομένου τους: Δεν έχω εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπιστοσύνη — η 1. το να υπάρχει πίστη σε κάποιον ή κάτι, βεβαιότητα για την ειλικρίνεια, την αλήθεια ή την ορθότητα 2. εγγύηση 3. ασφάλεια 4. φρ. «κατάχρηση εμπιστοσύνης» το αδίκημα κατά το οποίο κάποιος αφαιρεί κινητές αξίες ή παραβαίνει καθήκοντα τών οποίων … Dictionary of Greek
πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
έμπιστος — η, ο 1. αυτός ο οποίος εμπνέει εμπιστοσύνη, προς τον οποίο τρέφει κανείς εμπιστοσύνη 2. ως ουσ. εκείνος τον οποίο εμπιστεύεται κάποιος … Dictionary of Greek
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek