Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+εκτέλεση

  • 41 смертный

    смертн||ый
    прил
    1. ἐπιθανάτιος, νεκρικός, τοῦ θανάτου:
    \смертныйый час ἡ ὠρα τοῦ θανάτου· на \смертныйом одре στήν ἐπιθανάτια κλίνη· \смертныйые случаи οἱ θάνατοι, οἱ περιπτώσεις θανάτου·
    2. (подверонхнный смерти) θνητός:
    человек смертен ὁ ἀνθρωπος εἶναι θνητός·
    3. (приводящий κ смерти) θανατικός, θανατηφόρος:
    \смертныйый приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· \смертныйая казнь ἡ θανατική ποινή, ἡ ἐκτελεση [-ις]·
    4. перен· (сильный, жестокий) ἀφόρητος, θανάσιμος:
    \смертныйая ску́ка (тоска́) θανάσιμη πλήξη (μελαγχολία)· б. м ὁ θνητός:
    простой \смертныйый ὁ κοινός θνητός.

    Русско-новогреческий словарь > смертный

  • 42 совершение

    соверш||ение
    с ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ πραγματοποίηση [-ις], \совершениеение преступления ἡ διάπραξη ἐγκλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > совершение

  • 43 художественный

    художественн||ый
    прил в разн. знач. κοιλλιτεχνικός:
    \художественныйое произведение τό καλ-λιτεχνικό ἔργο, τό ἐργο τέχνης· \художественныйая ли-терату́ра ἡ λογοτεχνία· \художественныйое исполнение ἡ καλλιτεχνική ἐκτέλεση· \художественныйая самодеятельность ὁ καλλιτεχνικός ὅμιλος ἐρασιτεχνών \художественныйая гимнастика ἡ καλλιτεχνική γυμναστική· Художественный театр τό Θέατρο τέχνης· \художественныйое училище ἡ σχόλή καλῶν τεχνών.

    Русско-новогреческий словарь > художественный

  • 44 выполнение

    [βυπαλνιένιιε] ουσ. ο. εκτέλεση

    Русско-греческий новый словарь > выполнение

  • 45 казнь

    [κάζν'] ουσ. θ. εκτέλεση

    Русско-греческий новый словарь > казнь

  • 46 расстрел

    [ρασστριέλ] ουσ. α τουφεκισμός, εκτέλεση

    Русско-греческий новый словарь > расстрел

  • 47 выполнение

    [βυπαλνιένιιε] ουσ ο εκτέλεση

    Русско-эллинский словарь > выполнение

  • 48 казнь

    [κάζν'] ουσ θ εκτέλεση

    Русско-эллинский словарь > казнь

  • 49 расстрел

    [ρασστριέλ] ουσ α τουφεκισμός, εκτέλεση

    Русско-эллинский словарь > расстрел

  • 50 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 51 выступление

    ουδ.
    1. ξεκίνημα, εκκίνηση, αναχώρηση•

    приказ о -ии διαταγή εκκίνησης.

    2. εμφάνιση στη σκηνή• η εκτέλεση από τη σκηνή. || ενέργεια. || δήλωση.
    3. εκφώνηση λόγου, αγόρευση, ομιλία, λόγος, δημηγορία. || πάλη, αγώνας.

    Большой русско-греческий словарь > выступление

  • 52 игра

    -ы, πλθ. игры, игр θ.
    1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•

    игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•

    игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•

    спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•

    азартные -ы τυχερά παιγνίδια.

    || χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.
    2. άθυρμα•

    детские -ы παιδικά παιγνίδια•

    распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.

    3. πλθ. αγώνες•

    олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•

    игра ринфские -ы τα Ισθμια.

    4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.
    5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•

    опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•

    политическя игра πολιτικό παιγνίδι•

    сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•

    эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•

    игра вина το άφρισμα του κρασιού•

    игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.

    εκφρ.
    игра воображения – αποκύημα φαντασίας•
    игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•
    игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•
    случая ή судьбы – φορά της τύχης•
    биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•
    игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•
    играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > игра

  • 53 исполнение

    ουδ.
    εκτέλεση, εκπλήρωση• πραγματοποίηση, εφαρμογή•

    исполнение предсказания η πραγματοποίηση πρόρρησης (χρησμού)•

    исполнение желания εκπλήρωση επιθυμίας (πόθου)•

    исполнение долга εκπλήρωση καθήκοντος•

    проверка -я έλεγχος πραγματοποίησης•

    к -ю για διεκπεραίωση•

    приводить к -ю βάζω σε εφαρμογή•

    привести приговор к -ю εκτελώ δικαστική απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > исполнение

  • 54 исполнительство

    ουδ.
    εκτέλεση• απόδοση•

    высокое музыкальное исполнительство μεγάλη μουσική απόδοση.

    Большой русско-греческий словарь > исполнительство

  • 55 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 56 казнь

    θ.
    1. εκτέλεση (θανατοποινίτη). || τιμωρία.
    2. βάσανο, τυραγνία, ταλαιπωρία.
    εκφρ.
    торговая казньπαλ. δημόσια μαστίγωση.

    Большой русско-греческий словарь > казнь

  • 57 командирование

    ουδ.
    αποστολή (για εκτέλεση ωρισμένης εντολής).

    Большой русско-греческий словарь > командирование

  • 58 командировка

    θ.
    1. βλ. командирование.
    2. αποστολή μακριά (για εκτέλεση υπηρεσίας).
    3. πιστοποιητικό έγγραφο απεσταλμένου.

    Большой русско-греческий словарь > командировка

  • 59 комиссия

    θ.
    1. επιτροπή•

    избирательная комиссия εκλογική επιτροπή•

    ревизионная комиссия εξεταστική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου ή εξελεγκτική επιτροπή•

    назначить -ю διορίζω επιτροπή•

    комиссия по разоружению επιτροπή αφοπλισμού.

    2. παλ. παραγγελία•

    выполнить -ю εκπληρώνω παραγγελία•

    брать на -ю что-н παίρνω παραγγελία για κάτι•

    сдать на -ю δίνω παραγγελία.

    3. μεσιτεία•

    получитъ -ю παίρνω μεσιτεία (αμοιβή για εκτέλεση παραγγελίας).

    4. μτφ. παλ. σκοτούρες, φροντίδες, τρεχάματα (όπως έχουν οι παραγγελίες).

    Большой русско-греческий словарь > комиссия

  • 60 мастерской

    επ.
    μαστορικός, ύε μαστοριά•

    -ое исполнение εκτέλεση με μαστοριά.

    Большой русско-греческий словарь > мастерской

См. также в других словарях:

  • εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… …   Dictionary of Greek

  • εκτέλεση — η 1. πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εφαρμογή: Εκτέλεση καθήκοντος. – Εκτέλεση απόφασης. 2. (μουσ.), η απόδοση ή τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε τραγούδι ή μουσικό κομμάτι: Άψογη ήταν η εκτέλεση του τραγουδιού. 3. η θανάτωση: Η εκτέλεση έγινε χθες. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτελέσῃ — ἐκτελέω bring to an end aor subj mid 2nd sg ἐκτελέω bring to an end aor subj act 3rd sg ἐκτελέω bring to an end fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»