-
21 игра
1. (свободный ход детали) η ελευθερία κίνησης (του στοιχείου)το παίξιμο, разг. τα μπόσικα2. мат. το παιχνίδιτο παίγνιο, статистическая - στατιστικό -3. (деятельность) το παιχνίδι- слов (лингв) το λογοπαίγνιο 4 (исполнение) (муз.театр) η εκτέλεση, το παίξιμο5. -Ы мн. (спортивные) οι αγώνεςОлимпийские - Ολυμπιακοί -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > игра
-
22 исполнительность
η εκτέλεσηη προθυμίαο ζήλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исполнительность
-
23 казнь
η εκτέλεση, η θανάτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > казнь
-
24 осуществление
η εκτέλεση, η υλοποίηση, η πραγματοποίηση, η πραγμάτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > осуществление
-
25 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
26 приемлемость
η αξιοποίηση, η εφαρμογή, η πραγματοποίηση, η εκτέλεση, η χρήση-ый εφαρμόσιμος, πραγματοποιήσιμοςεφικτός, εκτελέσιμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приемлемость
-
27 проведение
1. (черты, линии) η χάραξη 2. (прокладка) η χάραξη, (напр. дороги) η κατασκευή, η εγκατάσταση, (электричества, газа) η σύνδεση 3. (осуществление) η εκτέλεση, η διενέργεια, η διεξαγωγή 4. (через что-л.) η οδήγηση 5. (соору-жение, построение) η κατασκευή ^(принятие решения, утверждения) η έγκριση 7. (оформление, записывание) η εγγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проведение
-
28 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
29 расстрел
1. горн. η φέρουσα δοκός (του πηγαδιού) 2. (лишение жизни, казнь) η εκτέλεση (διά πυροβολισμού), η θανάτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстрел
-
30 решение
1. (вывод, заключение, постановление) η απόφαση 2. мат. η λύση, η επίλυση 3. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решение
-
31 штраф
το πρόστιμ/ο, η τιμωρία- για καθυστέρηση της φορτοεκφόρτωσης (πλοίου, τρένου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штраф
-
32 ведение
ве́дени||ес ἡ ἀρμοδιότητα, ἡ δικαιοδοσία:быть в чьем-л. \ведениеи ὑπάγομαι στήν ἀρμοδιότητα κάποιου, ὑπάγομαι στή δικαιοδοσία κάποιου.веде́ниес ἡ διεξαγωγή, ἡ διεύθυνση [-ις]:\ведение заседания (судебного дела) ἡ διεξαγωγή τής συνεδρίασης (τής δίκης)· \ведение домашнего хозяйства ἡ διαχείριση τοῦ νοικοκυριού· \ведение огня воен. а) ἡ διεξαγωγή πυρών, б) ἡ ἐκτέλεση [-ις] βολής (артиллерийского)· \ведение записей ἡ κράτηση σημειώσεων \ведение протокола ἡ τήρηση πρακτικών \ведение книг бухг. ἡ λογιστική. -
33 исполнительность
исполни́тел||ьностьж ἡ προθυμία, ὁ ζήλος (στήν ἐκτέλεση ἐργασίας, ἐντολής κ.λ.π.). -
34 исправность
исправн||остьж1. ἡ καλή κατάσταση2. (исполнительность) ἡ προθυμία, ἡ ἐπιμέλεια στήν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων. -
35 нераспорядительность
нераспорядительностьж ἡ δυσκινησία στήν ἐκτέλεση, ἡ ἔλλειψη διοικητικής Ικανότητας. -
36 нераспорядительностьый
нераспорядительность||ыйприл ὁ δυσκίνητος στήν ἐκτέλεση κάποιας δουλειδς. -
37 отправление
отправлениес1. (писем, багажа и т. л.) τό στάλσιμο, ἡ ἀποστολή/ ἡ διεκ-περαίωση [-ις] (тк. предметов)·2. (отход) ἡ ἀναχώρηση (поезда)/ ὁ ἀπόπλους, ἡ ἄπαρση (парохода, корабля)·3. книжн. (обязанностей, должности) ἡ ἐκτέλεση[-ις]·4. (организма) ἡ λειτουργία·5. (отправляемый предмет) ἡ ταχυδρομική ἀποστολή, τό ταχυδρομικό δέμα -
38 отступнби
отступн||би́прил:\отступнбиые деньги ἡ χρηστική ἀποζημίωση γιά μή ἐκτέλεση συμφώνου· ◊ дать \отступнбиого πληρώνω ἀποζημίωση. -
39 проведение
проведениес1. (черты, линии) ἡ χάραξη [-ις]·2. (чрокладка) ἡ κατασκευή (дороги)/ ἡ ἐγκατάσταση [-ις] (электричества, газа и т. п.)·3. (осуществление) ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ διενέργεια, ἡ διεξαγωγή:\проведение выборов ἡ διενέργεια ἐκλογών. -
40 расстрел
расстрелм ὁ τσοφεκισμός, ὁ τυφεκισ-μός, ἡ ἐκτέλεση [-ις] μέ τουφεκισμό:приговорить к \расстрелу καταδικάζω σέ τουφεκισμό.
См. также в других словарях:
εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… … Dictionary of Greek
εκτέλεση — η 1. πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εφαρμογή: Εκτέλεση καθήκοντος. – Εκτέλεση απόφασης. 2. (μουσ.), η απόδοση ή τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε τραγούδι ή μουσικό κομμάτι: Άψογη ήταν η εκτέλεση του τραγουδιού. 3. η θανάτωση: Η εκτέλεση έγινε χθες. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτελέσῃ — ἐκτελέω bring to an end aor subj mid 2nd sg ἐκτελέω bring to an end aor subj act 3rd sg ἐκτελέω bring to an end fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek