-
21 подъезд
подъездм1. (действие) ἡ προσέλευση[-ις]·2. (путь к чему-л.) ὁ δρόμος'3. (вход) ἡ είσοδος:парадный \подъезд ἡ κυρία είσοδος. -
22 вступление
-я ουδ.1. είσοδος, είσδυση, μπάσιμο•вступление войск в город είσοδος των στρατευμάτων στην πόλη•
вступление на престол ανάρρηση στο θρόνο•
вступление в должность ανάληψη υπηρεσίας.
|| εισδοχή•вступление в партию εισδοχή στο κόμμα•
вступление в профсоюз εισδοχή στο συνδικάτο.
2. εισαγωγή, πρόλογος•вступление к поэме εισαγωγή στο ποίημα.
3. συμμετοχή. -
23 дверь
-и, προθτ. о -и, в -и, πλθ. -и, -ей, οργν. -ями, κ. -рьми θ.πόρτα, θύρα•запереть дверь κλειδώνω την πόρτα•
входная дверь η είσοδος•
потайная дверь κρυφή πόρτα•
парадная дверь κυρία είσοδος•
решетчатая дверь καγκελωτή (κιγκλιδωτή) πόρτα.
εκφρ.дверь в дверь – πόρτα με πόρτα, απέναντι, βιζαβί•у -ей – επί θύραις (πολύ κοντά)•при закрытых -ях – με κλειστές τις πόρτες, κεκλεισμένων των θυρών•при открытых -ях – με ανοιχτές τις πόρτες (ελεύθερης εισόδου)•день открытых -ей – μέρα ελεύθερης εισόδου•ломить ся в открытую дверь – προσπαθώ ν’ αποδείξω κάτι που είναι ολοφάνερο•показать ή указать на дверь – δείχνω την πόρτα (για να φύγει), αποπέμπω•стучаться в дверь – χτυπώ την πόρτα (επίκειμαι). -
24 парадный
επ., βρί•-ден, -дна, -дно.
1. της παρέλασης•-ое шествие η παρέλαση•
парадный смотр η πριν την παρέλαση επιθεώρηση•
-ая форма στολή παρέλασης.
|| γιορταστικός, γιορτινός, στολισμένος γιορτινά (για χώρο).2. πανηγυρικός, γιορτιάτικος. || επιδεικτικός.3. μπροστινός, κύριος•-ая дверь κύρια είσοδος.
|| ως ουσ. ουδ. -ое κ. θ. -ая η κύρια είσοδος. -
25 впуск
η εισαγωγή, η είσοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > впуск
-
26 вступление
1. (предисловие) η εισαγωγή, о πρόλογος, (в речи) το προοίμιο 2. (действие) η είσοδος, (в организацию) η εγγραφή, η εισδοχή 3. муз. η εισαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вступление
-
27 дождеприёмник
η είσοδος/αναρρόφηση των ομβρίων υδάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дождеприёмник
-
28 доступ
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доступ
-
29 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход
-
30 квершлаг
горн. η είσοδος, η στοά (του ορυχείου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квершлаг
-
31 напуск
1. маш. η επικάλυψη 2. (затопление) η πλημμύραη κατάκλυση3. (воздуха, газа) η είσοδος του αέρα ή αερίου (σε δίκτυο κενού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напуск
-
32 подъезд
1. (вход в здание) η είσοδος (του κτηρίου, της πολυκατοικίας) 2. (доступ к месту) η πρόσβαση ή η οδός προσέγγισης 3. (подъезжание) η προσέλευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъезд
-
33 попадание
(в цель) η ευστοχία, η εύστοχη βολή- влаги пыли грязи и т.п. (в механизм аппарат) η είσοδος/διείσδυση του υγρού, της σκόνης, της βρωμιάς κ.λπ. (στον μηχανισμό, στη συσκευή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попадание
-
34 свободный
ελεύθερ/ος, άνετοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свободный
-
35 бесплатный
бесплатн||ыйприл δωρεάν, ἀνέξοδος:\бесплатныйое обучение ἡ δωρεάν ἐκπαίδευση; вход \бесплатныйый ἐλευθέρα είσοδος. -
36 вестибюль
вестибюльм ὁ προθάλαμος, ἡ είσοδος. -
37 воспрещаться:
воспреща||ться:курить \воспрещаться:ется ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· вход \воспрещаться:ется ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος. -
38 вступление
вступлениес1. (действие) ἡ είσοδος, ἡ εἰσέλευσις (войск)/ τό μπάσιμο, ἡ προσ-χώρηση [-ις[, ἡ ἐγγραφήΛβ организацию)·2. (предисловие) ἡ εἰσαγωγή/ τό προανάκρουσμα, ἡ εἰσαγωγή (в музыке)/ τό προ» οίμιο[ν] (в речи). -
39 дверь
двер||ьж ἡ πόοτα, ἡ θύρα:парадная \дверь ἡ κυρία είσοδος· ◊ выставить кого́-либо за \дверь βγάζω ἐξω, δίνω τά παπούτσια στό χέρι· показать на \дверь кому́-л. διώχνω, δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον при закрытых \дверьях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, μέ κλειστές τίς πόρτες1 ломиться в открытую \дверь παραβιάζω ἀνοιχτή θύρα, ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα. -
40 доступ
доступм ἡ είσοδος, τό πλησίασμα, ἡ -φοσέλευση [-ις], τό πέρασμα.
См. также в других словарях:
εἴσοδος — entrance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… … Dictionary of Greek
είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek