Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+διδασκαλία

  • 21 преподавание

    преподавание
    с ἡ διδασκαλία, ἡ πα-ράδοση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > преподавание

  • 22 распространить

    распространить
    сов, распространять несов
    1. διαδίδω:
    \распространить слу́хи <ρημολογῶ· \распространить учение διαδίδω μιά διδασκαλία·
    2. (расширять) ἐπεκτείνω, ἐξαπλώνω:
    \распространить свой владения ἐπεκτείνω τίς κτήσεις μου· \распространить действие закона ἐπεκτείνω τήν ἰσχύ τοῦ νόμου.

    Русско-новогреческий словарь > распространить

  • 23 толстовство

    толстовство
    с ὁ τολστοϊσμός, ἡ διδασκαλία τοῦ ΤολστόΊ.

    Русско-новогреческий словарь > толстовство

  • 24 учительство

    учитель||ство
    с
    1. οἱ διδάσκαλοι·
    2. (деятельность) ἡ ἐργασία τοῦ δασκάλου, ἡ διδασκαλία, ἡ διδασκαλική, τό δασκαλίκι.

    Русско-новогреческий словарь > учительство

  • 25 лекция

    [λιέκτσυγια] ουσ. θ. διάλεξη, ομιλία, διδασκαλία

    Русско-греческий новый словарь > лекция

  • 26 лекция

    [λιέκτσυγια] ουσ θ διάλεξη, ομιλία, διδασκαλία

    Русско-эллинский словарь > лекция

  • 27 вероучение

    ουδ.
    θρησκευτική διδασκαλία, δοξασία•

    христианское вероучение η χριστιανική διδσκαλία.

    Большой русско-греческий словарь > вероучение

  • 28 включать

    ρ.δ.
    1. βλ. включить.
    2. (συνήθως με την αντων. себя) περικλείω, περιλαμβάνω•

    воспитание -ет в себя преподавание η αγωγή περικλείει μέσα της την διδασκαλία.

    βλ. включиться

    Большой русско-греческий словарь > включать

  • 29 катехизис

    α.
    κατήχηση (διδασκαλία των χριστιανικών δογμάτων με ερωταποκρίσεις).

    Большой русско-греческий словарь > катехизис

  • 30 мелодика

    θ.
    η μελωδική, διδασκαλία περί μελωδίας.

    Большой русско-греческий словарь > мелодика

  • 31 морализация

    θ.
    ηθικοποίηση, διδασκαλία ηθικών αρχών.

    Большой русско-греческий словарь > морализация

  • 32 наглядный

    επ.
    -ден, -дна, -дно
    1. εποπτικός• παραστατικός•

    -ое обучение εποπτική διδασκαλία•

    -ые пособия εποπτικά μέσα.

    2. πειστικός, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος, οφθαλμοφανής• χειροπιαστός•

    наглядный пример χειροπιαστό παράδειγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наглядный

  • 33 назидание

    ουδ. (γραπ. λόγος) διδαχή, διδασκαλία, νουθεσία.

    Большой русско-греческий словарь > назидание

  • 34 насаждать

    ρ.δ. (γραπ. λόγος) εμφυτεύω, εισάγω, εμβάλλω•

    насаждать новое учение εισάγω νέα διδασκαλία•

    насаждать новую технику εισάγω νέα τεχνική.

    φυτεύομαι. || τοποθετούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > насаждать

  • 35 наука

    θ.
    1. επιστήμη•

    естественные -и φυσικές επιστήμες•

    точные -и θετικές επιστήμες•

    передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•

    заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•

    отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•

    академия наук Ακαδημία επιστημών•

    врачебная ιατρική επιστήμη•

    словесные -и η φιλολογία•

    военная наука στρατιωτική Ακαδημία•

    общественные -и κοινωνικές επιστήμες•

    гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).

    2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•

    отдить в -у δίνω για σπουδή•

    вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наука

  • 36 перипатетизм

    α.
    η διδασκαλία της περιπατητικής σχολής.

    Большой русско-греческий словарь > перипатетизм

  • 37 поучение

    ουδ.
    διδαχή διδασκαλία, παραίνεση, νουθεσία κατήχηση. || συμβουλή, ηθικό παράγγελμα, υποθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > поучение

  • 38 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 39 скопчество

    ουδ.
    1. ευνουχία, -ισμός.
    2. η διδασκαλία της ευνουχικής αίρεσης.

    Большой русско-греческий словарь > скопчество

  • 40 след

    следа (-у), δοτ. следу, προ θ.о следе, на следу, πλθ. следы α.
    1. ίχνος, αχνάρι• ντορός• πατησιά•

    человеческие -ы ανθρώπίνα ίχνη•

    конские -ы ίχνη αλόγου•

    -ы зайца ντορός λαγού•

    -а нет δεν υπάρχει ίχνος•

    широкие -ы πλατιές πατησιές.

    2. σημείο, σημάδι• υπόλειμμα• ουλή•

    -ы ослы на лице σημάδια ευλογιάς στο πρόσωπο•

    неизгладимый след ανεξίτηλο ίχνος•

    исчез без -а εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη.

    εκφρ.
    след (-ом) в след; в один след – καταποδιαστά, κατά πόδας•
    обнаружить -ы – ανακαλύπτω τα ίχνη•
    идти по чьим -ам – α) πηγαίνω στα ίχνη κάποιου. β) ακολουθώ το παράδειγμα ή τη διδασκαλία κάποιου/ (и) след простыл (пропал) εξαλείφτηκε (χάθηκε) κάθε ίχνος.
    след: 2
    не след (απλ.) δεν πρέπει• след ή как след παλ. όπως πρέπει.

    Большой русско-греческий словарь > след

См. также в других словарях:

  • διδασκαλία — διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc/acc dual διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλίᾳ — διδασκαλίαι , διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλία — η 1. η μετάδοση γνώσεων από δάσκαλο σε μαθητή, η διδαχή: Η διδασκαλία των αρετών της ζωής είναι δύσκολο έργο. 2. το σύνολο των διδαγμάτων ενός φιλοσοφικού συστήματος ή μιας θρησκείας: Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι η γνωστότερη της αρχαιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδασκάλια — διδασκάλιον thing taught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… …   Dictionary of Greek

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλίας — διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem acc pl διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλίαι — διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβισμός — Διδασκαλία του Βαβ (βλ. λ.) και των διαδόχων του. Περιέχεται σε δύο βιβλία, το Μπαγιάν (Έκθεση) και το Κιτάπ ι Ακντάς (Υπεράγιο βιβλίο). Πρόκειται για μεταρρυθμιστική διδασκαλία του ισλαμισμού, που διατυπώθηκε με διάθεση κριτικής κατά του… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλίαν — διδασκαλίᾱν , διδασκαλία teaching fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»