-
41 колонна
колонна ж 1) η κολόνα, ο στύλος мраморная \колонна η μαρ μάρινη κολόνα 2) (строй,* * *ж1) η κολόνα, ο στύλοςмра́морная коло́нна — η μαρμάρινη κολόνα
2) (строй, шеренга) η φάλαγγα, η διάταξη -
42 вклиниваться
вклиниватьсянесов, вклиниться сов σφηνώνομαι, ἐνσφηνοῦμαι:\вклиниваться в неприятельские ряды διεισδύω στή διάταξη τοῦ ἐχθρού. -
43 декрет
декретм τό διάταγμα, ἡ διάταξη [-ις]:\декрет о мире τό διάταγμα γιά τήν είρήνη[ν]. -
44 день
деньм ἡ (ή)μέρα:ясный \день ἡ καλή μέρα, ἡ ἀσυννέφιαστη μέρα, ἡ αίθρια ήμέρα· рабочий \день ἡ ἐργάσιμη ήμέρα· выходной \день ἡ μέρα ἀργίας· будничный \день ἡ καθημερινή· завтрашний \день ἡ αὐριανή μέρα, ἡ αὐριον, ἡ ἐπαύριον с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· вчерашний \день ἡ χθεσινή μέρα, ἡ χθές· со вчерашнего дня ἀπό χθές· с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· по сегодняшний \день ὡς τά σήμερα· в первой половине дня τό πρωί, πρό μεσημβρίας· во второй половине дня τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερο, μετά τό μεσημέρι· в конце Дня, на исходе дня τό κοντόβραδο, στό τέλος τής ήμέρας· в три часа дня στίς τρεις μετά τό μεσημέρι· несколько дней (тому) назад λίγες μέρες πρίν, πρό μερικών ήμερῶν· через несколько дней σέ λίγες μέρες· через пять дней (σέ) πέντε μέρες· третьего дня πρίν δυό μέρες προχθές· на днях а) (о предстоящем) αὐτές τίς μέρες, κατ' αὐτάς,. б) (о прошлом) τίς προάλλες· через \день μέρα παρά μέρα· каждый \день κάθε μέρα· изо дня в \день μέρα μέ τήν (ή)μέρα, ἀπό μέρα σέ μέρα· \день ото дня δσο περνᾶν οἱ μέρες· \день за днем ἡ μιά μέρα μετά τήν ἀλλη· со дня на \день ἀπό μέρα σέ μέρἀ. на следующий \день τήν ἐπομένη· в \день τήν ήμερα· зарабатывать три рубля в \день κερδίζω τρίας ρούβλια τήν ήμερα· весь (целый) \день ὁλόκληρη μέρα, ὀλη τήν ήμερα· \день рождения τά γενέθλια· Международный женский \день ἡ διεθνής (ϊί)μέρα των γυναικών ◊ считанные дни μετρημένες μέρες· порядок дня (но заседаниях) ἡ ἡμερησία διάταξη· в наши дни στήν ἐποχή μας, στον καιρό μας· средь бела дня μέρα μεσημέρι· добрый \день! καλημέρα!· в один прекрасный \день μίαν ὠραίαν πρωία, μίαν ὠραίαν ήμερα· \день и ночь μέ-ρα-νύχτα, νυχθημερόν \день и ночь горит свет τό φως καίει μέρα-νύχτα. -
45 диспозиция
диспозицияж воен., мор. ἡ διάταξη (στρατού, στόλου). -
46 исчерпать
исчерпатьсов, исчерпывать несов1. (израсходовать) ξοδεύω, ξοδιάζω, ἐξαντλώ·2. перен ἐξαντλώ, τελειώνω, φέρνω είς πέρας:\исчерпать повестку заседа́ния ἐξαντλώ τήν ἡμερησία διάταξη τῆς συνεδρίασης· вопрос исчерпан τό ζήτημα ἐξαντλήθηκε. -
47 напластование
напластованиес геол. ἡ διάταξη κατά στρώματα, ἡ κατάστρωση. -
48 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
49 построение
построениес1. ἡ κατασκευή, ἡ οίκο-δόμηση [-ις], ἡ ἀνοικοδόμηση:\построение социализма ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ σοσιαλισμοῦ·2. (строй, конструкция) ἡ σύνταξη:\построение фразы ἡ σύνταξη τής φράσης·3. воен. ἡ διάταξη [-ις], ἡ παράταξη [-ις], ὁ σχηματισμός. -
50 распорядок
распоряд||окм ἡ τάξη [-ις], ἡ διάτα-ξη [-ις]:\распорядок дня ἡ ἡμερησία διάταξη· правила вну́треннего \распорядокка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός. -
51 режим
режимм1. (распорядок) ἡ διάταξη, ὁ κανονισμός:\режим питания ἡ δίαιτα· школьный \режим ὁ σχολικός κανονισμός·2. (государственный строй) τό καθεστώς.3. мед.:постельный \режим ἡ παραμονή στό κρεββάτι·4. тех. οἱ συνθήκες λειτουργίας:рабочий \режим машины οἱ συνθήκες λειτουργίας μηχανής· ◊ \режим экономии τό σύστημα οίκονομίας, ἡ οἰκονομία. -
52 снимать
сниматьнесов1. βγάζω, ἀφαιρώ; \снимать шля́пу βγάζω τό καπέλλο· \снимать чулки ξε-καλτσώνομαι· \снимать ботинки ξεπαπουτσώνο-μαι· \снимать платье βγάζω τό φόρεμα μου· \снимать засо́в ξεμανταλώνω· \снимать пену παίρνω τόν ἀφρό, ξαψρίζω· \снимать сли́вки βγάζω τήν κρέμα, παίρνω τό καΐμάκν \снимать корабль с мели βγάζω (или τραβώ) τό καράβι ἀπό τήν ξέρα·2. (урожай и т. ἡ.) σοδιάζω, μαζεύω, συγκομίζω·3. (воспроизводить, скопировать):\снимать копию παίρνω (или βγάζω) ἀντίγραφο· \снимать мерку с кого-л., с чего-л. παίρνω τά μέτρα·4. (делать снимки) φωτογραφώ, φωτογραφίζω, βγάζω κάποιον φωτογραφία:\снимать фильм γυρίζω ταινία·5. (нанимать\сниматьо квартире и т. ἡ.) μισθώνω, (έ)νοικιάζω·6. (отменять) λύνω, αίρω:\снимать осаду λύνω τήν πολιορκία· \снимать блокаду αίρω τόν ἀποκλεισμό· \снимать арест с чего́-л. αίρω τήν κατάσχεση· \снимать вопрос с повестки дня ἀποσύρω τό ζήτημα ἀπ' τήν ἡμερήσια διάταξη· \снимать свое предложение ἀποσύρω τήν πρόταση μου·7. (освобождать, лишать) ἀπολύω, παύω:\снимать с работы παύω ἀπ' τή δουλειά, ἀπολύω ἀπ' τή δουλειά· ◊ \снимать с учета διαγράφω κάποιον· с себя ответственность ἀπαλλάσσομαι ἀπ' τήν εὐθύνη· \снимать с кого-л. показания юр. ἀνακρίνω κάποιον, παίρνω κατάθεση· как рукой сняло́ разг πέρασε ὁλότελα. -
53 стоять
сто||ятьнесов1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:\стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·3. (быть) είμαι:\стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·4. (быть неподвижным) στέκομαι:поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:\стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:\стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:\стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής. -
54 диспозиция
[ντισπαζίτσυγια] ουσ θ. διάταξη -
55 режим
[ριεζύμ] ουσ. α διάταξη -
56 cyclic order
French\ \ ordre cycliqueGerman\ \ zyklische AnordnungDutch\ \ cyclische volgordeItalian\ \ ordine ciclicoSpanish\ \ orden cíclicoCatalan\ \ ordre cíclicPortuguese\ \ ordem cíclicaRomanian\ \ -Danish\ \ cyklisk ordningNorwegian\ \ syklisk ordningSwedish\ \ cyklisk ordningGreek\ \ κυκλική διάταξηFinnish\ \ kiertävä järjestysHungarian\ \ ciclikus sorrenolTurkish\ \ döngülü sıraEstonian\ \ tsükliline järjestusLithuanian\ \ ciklinė tvarkaSlovenian\ \ ciklični daPolish\ \ porządek cyklicznyRussian\ \ цикличная последовательностьUkrainian\ \ циклічний порядокSerbian\ \ -Icelandic\ \ hringlaga röðEuskara\ \ ziklikoa ordenaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ترتيب دوريAfrikaans\ \ sikliese volgordeChinese\ \ 循 环 次 序Korean\ \ 순환순서 -
57 line up
French\ \ queue; file d'attenteGerman\ \ WarteschlangeDutch\ \ wachtrijItalian\ \ coda d'attesaSpanish\ \ cota de esperaCatalan\ \ cua, fila d'esperaPortuguese\ \ alinhamentoRomanian\ \ -Danish\ \ køNorwegian\ \ køSwedish\ \ -Greek\ \ διάταξηFinnish\ \ jono; muodostaa jonoHungarian\ \ -Turkish\ \ sıraya girmek; sıra oluşturmakEstonian\ \ järjekordLithuanian\ \ tiesė; kreivėSlovenian\ \ -Polish\ \ uszeregować; ustawić w szereg; stawać w rzędzie; line-up; kolejka (w teorii masowej obsługi)Russian\ \ выстраивать в линиюUkrainian\ \ вирівнюватись в лінію; чергаSerbian\ \ -Icelandic\ \ stilla uppEuskara\ \ line emanFarsi\ \ s fPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ إصطف في خطAfrikaans\ \ rig (v); opstelling (n)Chinese\ \ 排 列Korean\ \ 라인업(정렬) -
58 order of stationarity
French\ \ ordre de stationnarité; stationnaire d'ordreGerman\ \ Grad der StationaritätDutch\ \ graad van stationariteitItalian\ \ ordine di stazionarietàSpanish\ \ orden de estacionalidadCatalan\ \ ordre d'estacionaritatPortuguese\ \ ordem de estacionaridadeRomanian\ \ -Danish\ \ kendelse af stationaritetNorwegian\ \ -Swedish\ \ stationaritetsordningGreek\ \ διάταξη της στασιμότηταςFinnish\ \ stationaarisuuden asteHungarian\ \ stacionáris sorrendTurkish\ \ durağanlık derecesiEstonian\ \ statsionaarsuse järkLithuanian\ \ stacionarumo eilėSlovenian\ \ vrstni red stacionarnostPolish\ \ rząd stacjonarnościUkrainian\ \ порядок стаціонарностіSerbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ estacionariedad ordenaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ رتبه ماناييArabic\ \ رتبة الاستقراريةAfrikaans\ \ orde van stasionariteitChinese\ \ 平 稳 性 的 阶Korean\ \ 정상성순서 -
59 symmetrical unequal block arrangement
French\ \ disposition symétrique bloc inégauxGerman\ \ Anodnung mit symmetrischen ungleichen BlöckenDutch\ \ symmetrical unequal block arrangementItalian\ \ simmetrica a blocchi disuguali accordoSpanish\ \ disposición simétrica bloques desigualesCatalan\ \ -Portuguese\ \ arranjo simétrico em blocos desiguaisRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ συμμετρική διάταξη άνιση μπλοκFinnish\ \ symmetrinen erisuurten lohkojen asetelmaHungarian\ \ szimmetrikus nem egyenlõ blokk elrendezésTurkish\ \ simetrik eşit olmayan blok düzenlemeleriEstonian\ \ -Lithuanian\ \ simetrinis nelygaus bloko išdėstymasSlovenian\ \ -Polish\ \ uporządkowanie symetryczne nierównych blokówRussian\ \ симметрично неравное распределение блоковUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ samhverfur ójöfn blokk fyrirkomulagEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تنظيم القطاع الغير المتساوي المتماثلAfrikaans\ \ simmetriese ongelyke blokrangskikkingChinese\ \ 对 称 不 等 区 组 排 列Korean\ \ 대칭불균등블록배열 -
60 диспозиция
[ντισπαζίτσυγια] ουσ θ. διάταξη
См. также в других словарях:
διάταξη — η 1. διευθέτηση, τακτοποίηση: Η διάταξη των γραφείων στον όροφο άφηνε μεγάλο διάδρομο μεταξύ τους. 2. παράταξη στρατεύματος: Στην παρέλαση ο στρατός εμφανίζεται σε διάταξη πορείας. 3. διάταγμα κάποιας αρχής: Οι συγκεντρώσεις απαγορεύθηκαν με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν … Dictionary of Greek
διατάξη — διάταξις disposition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάξῃ — διατάξηι , διάταξις disposition fem dat sg (epic) διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω appoint fut ind mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… … Dictionary of Greek
ψυχρόμετρο — Διάταξη με την οποία μετριέται η σχετική και η απόλυτη υγρασία του αέρα. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός, ότι υπό την αυτή θερμοκρασία το νερό εξατμίζεται με ταχύτητα που εξαρτάται από την υγρομετρική κατάσταση του αέρα με τον οποίο αυτό… … Dictionary of Greek
αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας … Dictionary of Greek
δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρογεννήτρια — Διάταξη που χρησιμοποιείται για τον μετασχηματισμό οποιασδήποτε μορφής ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κλπ.) σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι η. ονομάζονται και ηλεκτρομηχανικές γεννήτριες, αλλά με την ευρύτερη έννοια ο όρος η. περιλαμβάνει τις… … Dictionary of Greek
ανεμοδόχος — Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο … Dictionary of Greek