-
61 γεωργιών
-
62 γεωργιῶν
-
63 γεωργίη
-
64 γεωργίῃ
-
65 αγροτική οικονομία
I.ηAgrarwirtschaft fII.η [γεωργία]Landwirtschaft f -
66 agriculture
-
67 farming
noun (the business of owning or running a farm: There is a lot of money involved in farming; ( also adjective) farming communities.) αγροκαλλιέργεια,γεωργία -
68 землевладение
[ζιεμλιβλαντιένιιε] ουσ. ο. γεωργία -
69 землевладение
[ζιεμλιβλαντιένιιε] ουσ ο γεωργία -
70 агрикультура
-ы θ.παλ. αγροκαλλιέργεια, γεωργία. -
71 земледелие
-я ουδ.1. γεωργία.2. γεωπονική επιστήμη, γεωπονία. -
72 землепашество
-а ουδ.(παλ.) γεωργία. -
73 полеводство
-а ουδ.γεωπονία γεωργία, αγροκαλλιέργεια. -
74 γεωμορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωμορία
-
75 πορισμός
πορ-ισμός, ὁ,A providing, procuring,τῶν ἐπιτηδείων Plb. 3.112.2
; earning a living, Chrysipp.Stoic.3.172;ἐφήμερος π. Phld. Oec.p.44J.
;συγγνώμης J.BJ2.21.3
: abs., Man.4.448(pl.); money-getting, Plu.2.524d, 92b (pl.), 136c (pl.), etc.; means of gain, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8;δυσὶ π., γεωργίᾳ καὶ φειδοῖ Plu.Cat.Ma. 25
;π. μέγας ἡ εὐσέβεια 1 Ep.Ti.6.6
; means of livelihood, Muson.Fr. 11p.59H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορισμός
-
76 προσευκαιρέω
A have leisure for,τοῖς κοινοῖς Arr.Epict.3.22.72
;ὀρχήσει Plu.2.316a
; χορείαις (prob. for χωρίοις) Ps.-Plu.Fluv.4.1; τῇ γεωργίᾳ μου, ταῖς λειτουργίαις, POxy.487.16 (ii A.D.), 1119.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσευκαιρέω
-
77 προσέχω
A hold to, offer, προσέσχε μαζὸν [δράκοντι] A.Ch. 531; hold against, [τὴν ἀσπίδα] προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον Hdt.4.200
; apply,χλιάσματα Hp. Mul.2.129
.2 π. ναῦν bring a ship to port,προσσχόντες τὰς νέας Hdt.9.99
;Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν E.Or. 362
; τίς σε προσέσχε.. χρεία; brought thee to land here? S.Ph. 236;< ναῦν> πρὸς τὴν γῆν προσσχεῖν D.C.42.4
: more freq. without ναῦν, put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, etc., Hdt.1.2, 3.48, al.; πρὸς τὴν Σίφνον προσῖσχον ib.58: c. dat. loci,π. τῇ γῇ Id.4.156
;τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Th.4.30
;Λιβύῃ κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Plu.Sert.7
: c. acc. loci, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; S.Ph. 244, cf. Plb.2.9.2: abs., land, Hdt.2.182, etc.: with words added,πλέων δι' Ἑλλησπόντου π. ἐς Κύζικον Id.4.76
, cf. 6.119;ναυσὶ προσσχεῖν Th.4.11
;τῇ νηῒ π. εἰς Ῥόδον D.56.9
; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα, of a shipwrecked sailor, Plu.2.1103e.3 turn to or towards a thing,π. ὄμμα E.HF 931
: mostly, π. τὸν νοῦν turn one's mind, attention to a thing, be intent on it,τοῖς ἀναπαίστοις Ar.Eq. 503
; ἐμοί ib. 1014, cf. 1064, X.An.2.4.2, etc.; π. τὸν νοῦν τινι give heed to him, pay court to him, Id.Cyr.5.5.40; ἑαυτῷ π. τὸν νοῦν to be thinking with himself, in a fit of abstraction, Pl.Smp. 174d; alsoπρὸς τὴν ἑαυτοῦ κατηγορίαν π. τὸν νοῦν Antipho 3.4.1
;πρὸς τούτοις Ar.Nu. 1010
; π. τὸν νοῦν μὴ.. take heed lest.., Pl.R. 432b, etc.: abs.,πρόσεχε τὸν νοῦν Cratin. 284
, Pherecr.154, Ar.Pl. 113, etc.;δεῦρο τὸν νοῦν προσέχετε Id.Nu. 575
, cf.Pl.Smp. 217b; προσεχέτω τὸν νοῦν let him take heed, as a warning, Ar.Nu. 1122; also τὴν γνώμην π. Id.Ec. 600, Th.1.95, 2.11, 5.26, 7.15;π. τὴν διάνοιαν ὡς πράξει μεγίστῃ Plu.Num.14
; but περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ π. IG7.2225.44 (ii B.C.);π. τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου LXXEx. 9.21
.4 withoutτὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε.. βουκόλοις Cratin.286
; σαυτῷ π. Ar.Ec. 294 (lyr.), X.Mem.3.7.9; π. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, Ev.Luc.12.1; πρόσεχ' οἷς φράζω attend to what I shall tell you, Mnesim.4.21 (anap.), cf. D.10.3, etc.;π. τῶν ἐμπείρων.. ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Arist.EN 1143b11
;τῷ πολλῷ χρόνῳ Id.Pol. 1264a2
;π. τοῖς νόμοις Id.Fr. 539
; τοῖς χιλιάρχοις take orders from them, Plb. 6.37.7; alsoπ. ἐπί τινι LXX Ge.4.5
: abs.,πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Athenio 1.8
; προσέχων ἀκουσάτω attentively, D.21.8;πρόσσχες An. Ox.1.121
: also c. acc.,προσέχων τε ταῦτα Critias 25.19
D.;οὐ προσέχει τὰ πράγματα Philem.73.4
;π. νόμον θεοῦ LXX Is.1.11
, cf. Ex.34.11: also π. ἀπὸ τῶν ἁγίων, τῶν γραμματέων, ib.Le.22.2, Ev.Luc.20.46;π. τοῦ μὴ φαγεῖν αἷμα LXX De.12.23
; π. ἵνα μὴ μαστιγωθῇς ib.2 Ch.25.16.b devote oneself to a thing, c. dat.,γυμνασίοισι Hdt.9.33
;τοῖς ἔργοις Ar.Pl. 553
;τοῖς ναυτικοῖς Th.1.15
;τῷ πολέμῳ Id.7.4
;πλούτῳ Pl.Alc.1.122d
;τούτῳ τῷ ἀγῶνι Lycurg.10
; τοῖς κοινοῖς, γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, Plu.Cat.Mi.19, Hdn.2.11.3, etc.:—abs., ἐντεταμένως, προθύμως π., Hdt.1.18, 8.128.6 [voice] Med., attach oneself to a thing, cling, cleave to it,ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Hdt.2.136
; , cf. Pl. 1096; : abs., οἱ πολύποδες οὕτω π. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ib. 534b27.b metaph., devote oneself to the service of any one, esp. a god, Pi.P.6.51 (dub.).7 [voice] Pass., to be held fast by a thing, ; to be attached to it,πρὸς τῷ στήθει Hp.Art.14
; πρὸς τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι, of gum, stick to, Thphr.HP9.4.4: metaph., to be implicated in,τῷ ἄγει Th.1.127
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέχω
-
78 προσήκω
προσήκω (written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), [dialect] Dor. [full] ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. [full] ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—A to have come, be at hand, be present,χρεία προσήκει A.Pers. 143
(anap.);ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph. 229
, cf. OC35, El. 1142; ; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23;τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31
.II metaph., belong to, ; τῷ γὰρ προσήκει.. τόδε; whom does this concern? Id.El. 909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος.. προσῆκε; E.Ba. 1301;νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126
;τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6
, cf. Pl.R. 443a;ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d
, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to.., Id.R. 527d: sts. folld. byπρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100
, cf. D.C. 58.27.b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT 550; Τηρεῖ·.. ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar. Pax 616;προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84
;π. γένει Ar.Ra. 698
: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with.., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37;ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34
;οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20
, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av. 969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems,οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch. 173
; ; ;ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11
, cf. Pl.Phdr. 233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει.. λέγειν' tis not meet that thou.., A.Ag. 1551 (anap.), cf. E.Or. 1071, Pl.Grg. 491d, X.An.3.2.15 (the [tense] impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: [dialect] Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined,προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις.. στέργειν, σὲ δὲ.. νομίζειν Isoc.5.127
: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46
;ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180
, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.III freq. in Part. as Adj.,1 belonging to one,αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110
, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ([etym.] ἀλλότρια)ἐπικτωμένους Th.4.61
;οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40
, etc.2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24;ἡ π. σωτηρία Th.6.83
;τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R. 332c
; , cf.Epin. 985d;ἔλεος D.21.196
, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.;τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16
; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl. 214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra. 413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb. 36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; soοὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67
: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R. 496a;λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg. 811d
.3 of persons, akin,τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128
, cf. A.Ch. 689;γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1
;οἱ προσήκοντες γένει E.Med. 1304
, cf. Pl.Lg. 874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.;οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14
, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; alsoοἱ π. τινός Th.1.128
, Lys.18.1, Pl.Ap. 34b;οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24
;πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap. 33d
; [dialect] Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R. 539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra. 397b: c. inf., θεὸν.. οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40;οὐδὲν π... ἐπιτάσσειν Id.6.82
, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10;ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht. 196e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήκω
-
79 προσκαρτερέω
A persist obstinately in,τῇ πολιορκίᾳ Plb.1.55.4
, D.S.14.87;τῇ προφορᾷ Phld. Rh.1.158
S.;τῇ προσευχῇ Act.Ap.1.14
: abs., X.HG7.5.14, Ph.Bel. 101.9, LXXNu.13.21(20), J.BJ6.1.3, Ach.Tat.1.10; καίπερ ἀχθόμενοι τῇ καθέδρᾳ π. J.AJ5.2.6.2 adhere firmly to a man, be faithful to him, τινι Plb.23.5.3, Act.Ap.8.13, 10.7; of servants, remain in one's service, D.59.120; of a κοσμητής, IG22.1028.84.b remain in attendance at a law-court, τῷ βήματι, τῷ κριτηρίῳ, PHamb.4.7 (i A.D.), POxy.261.12 (i A.D.).c devote oneself to an office or occupation, τῇ στρατηγίᾳ ib.82.4 (iii A.D.);τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ PAmh.2.65.3
(ii A.D.).3 [voice] Pass., ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος time diligently employed, D.S.2.29.4 wait for a person,Φιλέᾳ POxy. 1764.4
(iii A.D.): abs.,ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται PSI5.598.7
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκαρτερέω
-
80 προσπονέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπονέομαι
См. также в других словарях:
γεωργία — γεωργίᾱ , γεωργία tillage fem nom/voc/acc dual γεωργίᾱ , γεωργία tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
γεωργίᾳ — γεωργίαι , γεωργία tillage fem nom/voc pl γεωργίᾱͅ , γεωργία tillage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργία — η η καλλιέργεια της γης: Οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας ασχολούνται με τη γεωργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεώργια — γεώργιον field neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλειάδου, Γεωργία — (Αθήνα 1903 – 1980). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε φωνητική μουσική στη Σχολή Γεννάδη. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση, ως μέλος χορωδίας, το 1923 στη σκηνή του θεάτρου Ολυμπία και στη συνέχεια καθιερώθηκε στο θέατρο πρόζας… … Dictionary of Greek
Σάνδη, Γεωργία — (Sand, ψευδώνυμο της Armandine Aurore Dupin). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι 1804 Νοάν, Εντρ 1876). Στα 18 της χρόνια παντρεύτηκε το βαρώνο Ντυντεβάν, απόστρατο συνταγματάρχη από τον οποίο χώρισε το 1831· στο μεταξύ είχε αρχίσει να γράφει.… … Dictionary of Greek
Ανεζίνη-Λεράκη, Γεωργία — (Βέροια 1941 –). Νομικός και συγγραφέας, σύζυγος του λογοτέχνη Κυριάκου Λεράκη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1976 με τη συλλογή διηγημάτων Τα πικρά και τα… … Dictionary of Greek
Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Γεωργία — (Σμύρνη 1904 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Σμύρνη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα και… … Dictionary of Greek
Νότια Γεωργία — (South Georgia). Νησί (4.144 τ. χλμ., 4.000 κάτ.) του νότιου Ατλαντικού που βρίσκεται μεταξύ 54° και 55° νότιου γεωγραφικού πλάτους περίπου 2.000 χλμ. στα Α της Γης του Πυρός· διοικητικά εξαρτάται από τη βρετανική αποικία των νήσων Φάλκλαντ, αλλά … Dictionary of Greek
γεωργίας — γεωργίᾱς , γεωργία tillage fem acc pl γεωργίᾱς , γεωργία tillage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)