Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+βλάβη

  • 61 натереть

    -тру, -тршь, παρλθ. χρ. натр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. натерев
    κ. натрши
    ρ.σ.μ.
    1. τρίβω•

    натереть грудь мазью τρίβω το στήθος με αλοιφή.

    || αλείφω•

    натереть кожу вазелином αλείφω το δέρμα με βαζελίνη.

    2. γυαλίζω τρίβοντας•

    натереть пол воском τρίβω το πάτωμα με κηρί.

    3. βλάπτω, προξενώ βλάβη τρίβοντας•

    натереть себе мозоли на руках κάνω κάλους στα χέρια από το τρίψιμο•

    натереть себе пузыри на ногах κάνω φουσκάλες στα πόδια από την τριβή.

    4. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•

    натереть сыр τρίβω τυρί.

    τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.)

    Большой русско-греческий словарь > натереть

  • 62 невыгода

    θ.
    1. ζημιά, βλάβη, απώλεια ή χασούρα•

    учесть выгоды и -ы предпринимателей υπολογίζω τα οφέλη (κέρδη) και τις ζημίες των επιχειρηματιών.

    2. η αρνητική πλευρά• μειονέκτημα, ελάττωμα.

    Большой русско-греческий словарь > невыгода

  • 63 о...

    о..., об..., обо..., объ...
    1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.
    2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.
    3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.
    4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.
    5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.
    6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.
    7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.
    8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.
    9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.
    10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть.

    Большой русско-греческий словарь > о...

  • 64 обезвредить

    -ржу, -редишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезвреженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ. καθιστώ (κάνω) ακίνδυνο για βλάβη.

    Большой русско-греческий словарь > обезвредить

  • 65 обезвреживать

    ρ.δ.
    βλ. обезвредить.
    γίνομαι ακίνδυνος για βλάβη.

    Большой русско-греческий словарь > обезвреживать

  • 66 отладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (γιαμηχανισμούς κ.τ.τ.)• διορθώνω, φτιάχνω, θεραπεϋω βλάβη• επισκευάζω.

    Большой русско-греческий словарь > отладить

  • 67 перетренировка

    θ.
    υπεργύμναση, υπερεξά-σκηση• βλάβη απ αυτή.

    Большой русско-греческий словарь > перетренировка

  • 68 пить

    пью, пьшь, παρλθ. χρ. пил, пила, пило, (με το αρνητικό μόριο не) не пил, не пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито;
    ρ.δ.
    1. πίνω•

    пить воду πίνω νερό•

    пить молоко πίνω γάλα•

    пить опить ξαναπίνω•

    пить на здоровье... πίνω στην υγεία...

    μτφ. ρουφώ, τραβώ.
    2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά.• μεθώ•

    он пьт αυτός πίνει.

    εκφρ.
    пить залпом – πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά•
    дать пить – (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά); β) προξενώ ζημιά, βλάβη•
    пей да делоπαρμ. πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)•
    как пить дать (дадут) – σίγουρα, οπωσδήποτε, απαραίτητα.
    1. πίνομαι.
    2. επιθυμώ, θέλω να πιώ.
    ουδ.
    βλ. питие.

    Большой русско-греческий словарь > пить

  • 69 пищеварение

    ουδ.
    πέψη• χώνεψη•

    рас-тройство -я βλάβη των πεπτικών οργάνων•

    плохое пищеварение δυσπεψία•

    органы -я τα πεπτικά όργανα.

    Большой русско-греческий словарь > пищеварение

  • 70 поберечь

    ρ.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω διατηρώ, συντηρώ προσέχω (από βλάβη) φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω•

    -ги деньги φύλαξε τα χρήματα•

    -ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε) την υγεία σου.

    φυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω.

    Большой русско-греческий словарь > поберечь

  • 71 повредить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврежденный, βρ: -ден, -дена, -дено;.
    ρ.σ.
    1. με δοτ. βλάπτω, προξενώ βλάβη, ζημιά•

    курение -ит здоровью το κάπνισμα θα βλάψει την υγεία.

    2. μ. χαλνώ•

    повредить замок χαλνώ την κλειδωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > повредить

  • 72 повреждение

    ουδ.
    1. βλάβη, ζημιά.
    2. χάλασμα φθορά.

    Большой русско-греческий словарь > повреждение

  • 73 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

  • 74 поражение

    ουδ.
    1. χτύπημα, εύρεση, επιτυχία•

    поражение цели η εύρεση του στόχου.

    2. ήττα•

    нанести поражение противнику κατανικώ τον αντίπαλο•

    потерпеть поражение битве νικιέμαι στη μάχη.

    || αποτυχία.
    3. χτύπημα (με μαχαίρι ή άλλο μέσο).
    4. προσβολή, βλάβη•

    поражение зрительного нерва προσβολή του οπτικού νεύρου.

    εκφρ.
    поражение прав ή в правах – στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > поражение

  • 75 поруха

    θ. παλ.
    1. φθορά βλάβη, χάλασμα• καταστροφή.
    2. ατυχία, δυστυχία, κακό, συμφορά.

    Большой русско-греческий словарь > поруха

  • 76 причинить

    ρ.σ.μ. προξενώ•

    причинить боль προξενώ πόνο•

    причинить вред προξενώ βλάβη.

    Большой русско-греческий словарь > причинить

  • 77 про...

    I.
    ρηματικό πρόθεμα• δια• με σημ.:
    1. ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь.
    2. διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать.
    3. κίνηση πλησίον από κάτι: проехать, пробежать,
    4. ολοκλήρωση της ενέργειας: пропеть.
    5. τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов εργάστηκα ένα εφτάωρο•

    просидел у соседей всю ночь κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα προ•

    -спал до вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε.

    6. πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, прогреть.
    7. πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться.
    8. ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, просчитаться.
    9. φανέρωση, αποκά.λυψη: проболтать.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύπαρξης: прозелень.
    III.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ.: οπαδός, υποστηριχτής• διαποτισμένος με, βαμμένος•

    профашист βαμμένος φασίστας.

    Большой русско-греческий словарь > про...

  • 78 простоять

    -стою, -стоишь ρ.σ.
    1. στέκομαι ορθός•

    я -ял час в ожидании στάθηκα ορθός μια ώρα περιμένοντας.

    2. παραμένω στη θέση•

    поезд -ял два часа το τρένο στάθηκε δυο ώρες.

    3. αδρανώ, ακινητώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    две машины -ли по технической неисправности δυο μηχανές δε δούλεψαν από βλάβη.

    4. παραμένω. || υπάρχω, ζω, διατηρούμαι;•

    это дерево -ит ещё много лет αυτό το δέντρο θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα.

    5. (απλ.) βλάπτω με την ορθοστασία•

    в зале -ли пол το πάτωμα της αίθουσας κάθισε από τους ορ-.. θοστεκούμενους.

    Большой русско-греческий словарь > простоять

  • 79 расстройка

    θ. παλ.
    1. εξάρθρωση, ξε-χαρβάλιασμα, σπαράλιασμα.
    2. ταραχή.
    3. βλάβη. || διαταραχή.

    Большой русско-греческий словарь > расстройка

  • 80 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

См. также в других словарях:

  • βλάβη — harm fem nom/voc sg (attic epic ionic) βλάβος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βλάβος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βλάπτω disable aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβῃ — βλάβη harm fem dat sg (attic epic ionic) βλάπτω disable pres subj mid 2nd sg (epic) βλάπτω disable pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — η φθορά, ζημιά: Η βλάβη στη μηχανή του αυτοκινήτου είναι ανεπανόρθωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαβῇ — βλάπτω disable aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …   Dictionary of Greek

  • βλάβηι — βλάβῃ , βλάβη harm fem dat sg (attic epic ionic) βλάβῃ , βλάπτω disable pres subj mid 2nd sg (epic) βλάβῃ , βλάπτω disable pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • βλάβαι — βλάβη harm fem nom/voc pl βλάβᾱͅ , βλάβη harm fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβῶν — βλάβη harm fem gen pl βλάβος neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»