Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+βίδα

  • 21 шуруп

    [σουροόπ] ουσ. α βίδα

    Русско-греческий новый словарь > шуруп

  • 22 болт

    [μπόλτ] ουσ α βίδα

    Русско-эллинский словарь > болт

  • 23 шуруп

    [σουροόπ] ουσ α βίδα

    Русско-эллинский словарь > шуруп

  • 24 винт

    α.
    1. βίδα, κοχλίας•

    головка -а το κεφάλι της βίδας•

    нарезка -а το σπείρωμα της βίδας.

    2. έλικας•

    пароходный винт ο έλικας του ατμόπλοιου.

    3. επίρ. -ом ελικοειδώς•

    дым -ом подымался из трубы ο καπνός ελικοειδως ανέβαινε από την καπνοδόχο. (χαρτπ.) βιδωτό•

    играть в винт παίζω βιδωτό.

    Большой русско-греческий словарь > винт

  • 25 вывернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•

    вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.

    2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.
    3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.
    4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).
    1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•

    -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.

    3. αναστρέφομαι•

    рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.

    4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή.

    Большой русско-греческий словарь > вывернуть

  • 26 гайка

    θ.
    περικόχλιο, παξιμάδι.
    εκφρ.
    гайка слаба: – ανικανότητα, αδυναμία εκτέλεσης, δεν τα καταφέρεις, δεν τα βγάζεις πέρα•’ подкрутить -у ή -и (απλ.) σφίγγω τα λουριά, εξαναγκάζω, ζουρίζω, περιορίζω όλο και πιο πόλά σφίγγω τη βίδα.

    Большой русско-греческий словарь > гайка

  • 27 глухарь

    α. -рка, -и θ.
    1. τετράονας, αγριόγαλλος, αγριόρνιθα.
    2. (απλ.) κουφός, κωφός, κουφούλιακας.
    3. (τεχ.) μεγάλη βίδα με εξάεδρη ή τετράεδρη κεφαλή.

    Большой русско-греческий словарь > глухарь

  • 28 заклёпка

    θ.
    1. γύρωση, πριτσινάρισμα,
    2. πριτσίνι, καζανόκαρφο, τζαβέτα.
    εκφρ.
    - ёпок не хватает – του λείπει βίδα, τού ‘στρίψε.

    Большой русско-греческий словарь > заклёпка

  • 29 затянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω• δένω•

    затянуть ремень σφίγγω το λουρί•

    узлом δένω κόμπο•

    затянуть петлю δένω θηλιά.

    2. τεντώνω, τεζάρω.
    3. τραβώ μέσα, ρουφώ•

    болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.

    4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.
    5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•

    тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•

    пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.

    || μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•

    рану -ло η πληγή έκλεισε.

    6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•

    затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•

    затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.

    7. σφίγγω τη βίδα.
    σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω να τραγουδώ.

    Большой русско-греческий словарь > затянуть

  • 30 клёпка

    θ.
    1. πριτσινάρισμα, γύρωμα.
    2. βαρελοσανίδα.
    εκφρ.
    не хватает ή недостаёт (одной) -и в голове – του λείπει (μια) βίδα στο κεφάλι (είναι λίγο κουτός).

    Большой русско-греческий словарь > клёпка

  • 31 навинтить

    -винчу, -винтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навинченный, βρ: -чен,. -а, -о ри-δώνω•

    навинтить гайку на болт βιδώνω βίδα στο μπουλόνι.

    βιδώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > навинтить

  • 32 отвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεστρίβω, ζεσφίγγω•

    отвернуть гайку ξεστρίβω τη βίδα (ξεβιδώνω).

    || αντιστρέφω, αναστρέφω ανοίγω•

    отвернуть кран ανοίγω την κάνουλα•

    отвернуть замок у ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου.

    2. (απλ.) σπάζω• κόβω αποσπώ•

    отвернуть кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας.

    3. αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω.
    4. αποστρέφω•

    отвернуть лицо от зрелища αποστρέφω το πρόσωπο από το θέαμα.

    || αλλάζω κατεύθυνση, πορεία, στρίβω. || (για ποτάμι, δρόμο) στρίβω, κάνω στροφή.
    1. ξεστρίβω,.-ομαι, ξεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. || ανοίγω, -ομαι, ξεσφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι•

    кран -лся η κάνουλα άνοιξε.

    2. αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι.
    3. αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. || αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвернуть

  • 33 перекрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω•

    перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.

    || (περί)πλέκω•

    перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.

    2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•

    перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•

    перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•

    перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.

    || κόβω στρίβοντας•

    перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.

    3. περιδένω περιτυλίγω.
    4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).
    5. γυρίζω, στρέφω•

    перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.

    1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.
    2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•

    проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.
    4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перекрутить

  • 34 провинтить

    -нчу, -нтишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провинченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ. βιδώνω, περνώ τη βίδα πέρα-πέρα.
    βιδώνομαι.
    -нчу, -нтишь
    ρ.σ.
    (χαρτπ.) παίζω βιδωτό.

    Большой русско-греческий словарь > провинтить

  • 35 серб

    α. -ка, -и θ.
    Σέρβος, -βίδα.

    Большой русско-греческий словарь > серб

  • 36 спятить

    спячу, спятишь ρ.σ. (απλ.)• (με τις λέξεις «с ума») μου στρίβει η βίδα, το μυαλό, μου λείπουν, λαβώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > спятить

  • 37 шуруп

    α.
    βίδα, κοχλίας.

    Большой русско-греческий словарь > шуруп

См. также в других словарях:

  • βίδα — η 1. καρφί με ελικοειδείς εγκοπές 2. φρ. α) «είναι βίδα» είναι παράλογος ή εκκεντρικός β) «του στρίψε η βίδα» τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vida] …   Dictionary of Greek

  • βίδα — η (λ. ιταλ.) 1. κοχλιωτό καρφί που το μπήγουμε στρέφοντάς το δεξιά. 2. φρ., «Του στριψε η βίδα», τρελάθηκε· «Αυτός είναι βίδα», είναι ανισόρροπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιδώνω — [βίδα] 1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την 2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» ακίνητος β) «έτσι μου τη βίδωσε» πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • σφαιρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση του πάχους μικρών ράβδων και πλακών και, έμμεσα, της αχτίνας του ημισφαίριου ή της σφαίρας στην οποία το ημισφαίριο ανήκει. Πρόκειται για ένα τρίποδα με πόδια κάθετα που σχηματίζουν μεταξύ τους ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Belote — This article is about a French card game Belote. for Saudi Arabian game see Baloot .Belote is a 32 card trick taking game played in France, and is currently the most popular card game in that country. It was invented around 1920, probably from… …   Wikipedia

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ακοχλίωτος — η, ο [κοχλιωτός] 1. αυτός που δεν βιδώθηκε, ο αβίδωτος 2. αυτός που δεν έχει έλικα, βίδα …   Dictionary of Greek

  • ανεβάτης — ο 1. αυτός που βρίσκεται καβάλα πάνω σε ζώο, ο αναβάτης 2. η δύσπνοια, το ανέβασμα 3. το μέρος της μάντρας στο οποίο ανεβάζουν τις προβατίνες για άρμεγμα 4. ο ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπορεί να μετακινηθεί η επάνω μυλόπετρα για να βγει το… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»