-
41 приверженность
-и θ.αφοσίωση, προσήλωση, πίστη. || κλίση, ροπή, τάση• διάθεση έλξη πάθος. -
42 привязанность
-и θ.1. αφοσίωση•питать -к кому είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον.
2. προσήλωση•семеиная привязанность οικογενειακή προσήλωση.
-
43 привязать
-вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. δένω, προσδένω•привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•
привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.
2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.
3. εμπνέω αφοσίωση.4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.1. δένομαι, προσδένομαι.2. μτφ. αφοσιώνομαι.3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι. -
44 привязчивость
-и θ.αφοσίωση• προσκόλλη-_ση. -
45 прилежание
-я ουδ.επιμέλεια• ενδελέχεια.• φιλοπονία• αφοσίωση. -
46 самозабвение
-я ουδ.1. αφοσίωση, απορρόφηση. || λησμονιά, -σύνη.2. αφιλαυτία, αυταπάρνηση, αυτοθυσία• παραφροσύνη•работать с -ем εργάζομαι με αυταπάρνηση•
лгобить до -я αγαπώ παράφορα, μέχρι τρέλλας.
-
47 собачий
-ья, -ьеεπ.1. σκύλινος, σκυλίσιος•собачий лай γαύγισμα, υλακή•
-ье мясо σκυλισιο κρέας•
собачий клещ τσιμπούρι σκυλιού, κυνορραί-στης.
2. όπως του σκύλου•-ья привязанность αφοσίωση όπως του σκύλου.
|| μτφ. βαρύς, τραχύς, σκληρός•-ья жизнь σκυλίσια ζωή.
|| μτφ. πρόστυχος, επονείδιστος. || υβρ. сын σκυλόπαιδο•-ья душа σκυλόψυχος.
|| ουσ. πλθ. -чьи, -их τα κυνιδή (ζώα).εκφρ.собачья нога (ножка) – απλ. βλ. козья ножка (στη λ. козий)• собачий нюх σκυλίσια όσφρηση (ικανότητα προαίσθησης, διάγνωσης)•собачий холод – δριμύ ψύχος, κερατόκρυο, σκυλίσια κρύα. -
48 сосредоточенность
-и θ.1. συγκέντρωση•-войск συγκέντρωση στρατευμάτων.
2. προσήλωση, αφοσίωση, ένταση προσοχής. -
49 уверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. уверенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ. διαβεβαιώνω• πείθω•уверить в искренности намерений διαβεβαιώνω για την ειλικρίνεια των σκοπών•
уверить в своей правоте πείθω για το δίκιο μου•
он -ил его, что... αυτός τον έπεισε ότι....
εκφρ.смею вас уверить – έχω το θάρρος να σας διαβεβαιώσω.βεβαιώνομαι, πείθομαι•уверить в уверенностьи друга είμαι βέβαιος για την αφοσίωση του φίλου.
-
50 увлечение
-я ουδ.1. έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο.2. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα.3. αφοσίωση, απορρόφηση, επίδοση, προσήλωση.4. ερωτοληψία, ερωτιά, έρωτας• ερωτοδουλιά. -
51 taassup
φανατισμός, τυφλή αφοσίωση -
52 affection
1) αφοσίωση2) στοργή3) συμπάθεια4) αρρώστια -
53 amour
1) αγάπη2) αφοσίωση3) έρωτας -
54 oddanost
1) αφοσίωση2) ευλάβεια3) πίστη -
55 zanícení
1) αφοσίωση2) ζήλος3) θέρμη -
56 devotion
1) αφιέρωση2) αφοσίωση3) ευλάβεια -
57 poświęcenie
1) αφιέρωση2) αφοσίωση3) θυσία -
58 przywiązanie
1) αφοσίωση2) στοργή
См. также в других словарях:
αφοσίωση — η αποκλειστική προσήλωση σε κάτι, θερμή φιλία, αγάπη: Δείχνει μεγάλη αφοσίωση στη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφοσίωση — η (AM ἀφοσίωσις) νεοελλ. προσήλωση σε κάποιον ή κάτι, ένθερμος ζήλος, μεγάλη αγάπη αρχ. μσν. καθιέρωση αρχ. 1. πράξη που γίνεται μόνο για τους τύπους 2. εξαγνισμός, καθαρμός … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
αισθητισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε… … Dictionary of Greek
καθοσίωση — η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ] 1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.) 2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως») αρχ. 1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία 2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek