-
1 освобождение
-
2 вскрытие
1. (распечатывание) η αποσφράγισητο άνοιγμα2. (рек) η απελευθέρωση (ποταμών) από πάγουςτο λιώσιμο των πάγων (στους ποταμούς/στα ποτάμια)3. мед. (трупа) η νεκροψίαη νεκροτομία4. (обнаружение, выявление) η αποκάλυψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вскрытие
-
3 высвобождение
хим. η απελευθέρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высвобождение
-
4 освобождение
1. (приобретение свободы, предоставление свободы) η απελευθέρωση 2. (удаление чего-л. связывающего) η αποδέσμευση 3. (избавление от чего-л.) η απαλλαγή, η άφεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освобождение
-
5 отпускание
(освобождение) η άφεση, η απελευθέρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отпускание
-
6 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
7 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
8 освобождение
освобожден||иес1. (предоставление свободы) ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐλευθέρωση [-ις], ἡ ἀπελευθέρωση [-ις] / ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ ἀποφυλάκιση (из тюрьмы и т. п.)·2. (избавление) ἡ ἀπολύτρωση [-ις] (от гнета, предрассудков и т. п.)/ ἡ ἀπαλλαγή (от налогов, обязанностей и т. я.)"'3. (помещения и т. п.) ἡ ἐκκένωση [-ις], τό ἀδειασμα. -
9 раскрепощение
раскрепощениес ἡ ἐλευθέρωση [-ις] ἀπό τή δουλεία, ἡ ἀπελευθέρωση [-ις] ἀπό τή δουλεία, ἡ (ἀπο)λύτρωση [-ις], ἡ χειρα-φέτιση [-ις]. -
10 освобождение
[ασβαμπαζντιένιιε] ουσ. ο. απελευθέρωση -
11 освобождение
[ασβαμπαζντιένιιε] ουσ ο απελευθέρωση -
12 высвобождение
-я ουδ.1. απελευθέρωση, απαλλαγή, ξεσκλάβωμα• λύτρωση.2. ξεσκάλωμα, απαγκίστρωση. -
13 освобождение
-я ουδ.1. ελευθέρωση.2. απελευθέρωση.3. αποδέσμευση.4. απαλλαγή. || απόλυση, διώξιμο. || εκκένωση, άδειασμα. -
14 отрешение
-я ουδ. παλ.1. απελευθέρωση, απαλλαγή. || βλ. отрешнность.2. απόλυση, διώξιμο (από υπηρεσία, εργασία). -
15 очистка
-и θ.1. καθάρισμα• ξεφλούδισμα• απολέπισμα αφαίρεη του τσοφλιού. || λαμπικάρισμα, λαγάρισμα. || μτφ. εξάγνιση.2. εκκαθάριση, διώξιμο, απόλυση (ανεπιθύμητων κ.τ.τ.), εγκατάλειψη, απελευθέρωση, άδειασμα.3. φάγωμα, καταβρόχθιση, άδειασμα.εκφρ.для -и совести – για να έχω τη συνείδηση μου καθαρή (αναπαυμένη)-. -
16 раскрепощение
-я ουδ.1. απελευθέρωση δούλου.2. χειραφέτηση (κοινωνική). -
17 самоосвобождение
-я ουδ.απελευθέρωση με ίδιες δυνάμεις. -
18 свобода
-ы θ.1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•
борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•
свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•
относительная -σχετική ελευθερία•
ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•
любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•
свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•
свобода печати ελευθερία τύπου•
предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•
свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•
демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•
выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•
лишить -у στερώ της ελευθερίας•
свобода торговли ελευθερία εμπορίου•
свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.
|| απελευθέρωση.2. ευκολία•отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.
3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.εκφρ.свобода рук – ελευθερία δράσης•на -е – στον ελεύθερο χρόνο•дать -у – βλ. στη λ. воля. -
19 спуск
-а, (-у) α.1. κατέβασμα, κατάβαση, κάθοδος• κατηφόριση•спуск в шахту κατέβασμα στο ορυχείο•
спуск флага κατέβασμα της σημαίας.
2. πτώση, απελευθέρωση•спуск курка πτώση του επικρουστήρα (όπλου).
3. καθέλκυση•корабля в воду καθέλκυση του πλοίου στα νερά.
4. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα•спуск воды λιγόστεμα του νερού.
5. κλίση, επικλινές μέρος• πλαγιά• κατηφόρα.6. η ουρά της σκαντά-λης.7. σελιδοθέτηση.εκφρ.не давать,дать -а (-у) – δε χαρίζω, δε συγχωρώ, δε δείχνω ε-πιε ίκεια. -
20 срыв
-а α.1. απόσπαση, βίαια αφαίρεση.2. ανατροπή, ματαίωση, χάλασμα•срыв плана ανατροπή του σχεδίου.
3. φθορά, βλάβη αχρήστευση•срыв резьбы η φθορά της έλικας (του κοχλία).
4. βλ. обрыв.5. αποτυχία (υπόθεσης).6. πτώση, πέσιμο.7. απόσπαση, αποκοπή.8. λύση, λύσιμο, αποδέσμευση, απελευθέρωση.
См. также в других словарях:
απελευθέρωση — η (AM ἀπελευθέρωσις, εως) η απόδοση της ελευθερίας σε δούλο νεοελλ. 1. η ανάκτηση της ελευθερίας, ξεσκλάβωμα 2. απαλλαγή από τα δεσμά, αποφυλάκιση 3. μτφ. απαλλαγή από κάποιο βάρος, λύτρωση … Dictionary of Greek
απελευθέρωση — η ξεσκλάβωμα: Η απελευθέρωσητης Ελλάδας από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους έγινε τον Οκτώβριο του 1944 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως … Dictionary of Greek
Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
ΕΚΚΑ — (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, με την πρωτοβουλία του πολιτευτή Γ. Καρτάλη και των Α.… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek