Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+αεροπορία

  • 21 гражданский

    επ.
    1. πολιτικός• αστικός•

    -ие законы πολτική δικονομία•

    -ое право αστικό δίκαιο•

    гражданский кодекс αστικός κώδικας•

    гражданский долг το χρέος του πολίτη•

    акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•

    -ие власти οι πολιτικές αρχές•

    гражданский иск πολιτική αγωγή.

    2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•

    -ая служба πολιτική υπηρεσία•

    гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•

    -ое платье πολιτική ενδυμασία.

    3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•

    гражданский брак πολιτικός γάμος.

    εκφρ.
    - ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > гражданский

  • 22 затемнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. τταρλθ. χρ. затемненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, εμποδίζω το φως, σκιάζω, επισκοτίζω. || καμουφλάρω, καλύπτω, συσκοτίζω•
    2. μτφ. αμαυρώνω, συγχύζω, συσκοτίζω, μπερδεύω, θολώνω.
    1. σκοτεινιάζω•

    небо -лось ο ουρανός σκοτείνιασε.

    2. συσκοτίζομαι, συγχύζομαι, σκοτουριάζομαι, θολώνω•

    мысль -лась η σκέψη θόλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > затемнить

  • 23 истребительный

    επ.
    καταστροφικός, εξολοθρευτικός•

    -ая воина καταστροφικός πόλεμος•

    -ая авиация αεροπορία δίωξης•

    отряд καταδιωκτικό σμήνος.

    Большой русско-греческий словарь > истребительный

  • 24 флот

    -а, πλθ. флоты α. ο στόλος, το ναυτικό•

    торговый флот εμπορικός στόλος, η ναυτιλία•

    военный флот ο πολεμικός στόλος, το πολεμικό ναυτικό•

    парусный флот τα ιστιοφόρα•

    рыболовный флот ο αλιευτικός στόλος•

    речной τα ποταμόπλοια•

    каботажный флот τα ακτοπλοϊκά σκάφη, ο ακτοπλοϊκός στόλος.

    εκφρ.
    воздушный флот – η αεροπορία.

    Большой русско-греческий словарь > флот

  • 25 штурмовой

    επ.
    της εφόδου, της εφόρμησης. || της επίθεσης.
    εκφρ.
    штурмовойая авиация – αεροπορία κάθετης εφόρμησης.

    Большой русско-греческий словарь > штурмовой

См. также в других словарях:

  • αεροπορία — η η πτήση με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα· η αεροπορία είναι πολιτική και πολεμική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • Fuerza Aérea Griega — Aviación Militar Πολεμική Αεροπορία Polemikí Aeroporía Escudo de la Aviación Militar Griega. Activa 1911 (aviación del ejército) 1930 (fue …   Wikipedia Español

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… …   Wikipedia

  • Музей Военной Авиации (Афины) — Ангар «Лерос» в котором располагается часть экспонатов Музея …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Olympic Airlines — For the successor to Olympic Airlines, see Olympic Air. Olympic Airlines Ολυμπιακές Αερογραμμές IATA OA …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»