Перевод: с русского на английский

с английского на русский

η+αδιαφορία

  • 1 Bechhofer's indifference zone method

    French\ \ méthode de Bechhofer de la région d'indifférence
    German\ \ Methode von Bechhofer für den Indifferenzbereich
    Dutch\ \ Bechhofer's methode van indifferentie-zône
    Italian\ \ metodo di Bechhofer di zona di indifferenza
    Spanish\ \ método de Bechhofer de región de indiferencia
    Catalan\ \ mètode de Bechhofer de la regió d'indiferència
    Portuguese\ \ método da região de indiferença de Bechlofer
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ Bechhofer ligegyldighed zone metode
    Norwegian\ \ Bechhofer's likegyldighet sone metode
    Swedish\ \ Bechhofer likgiltighet zon metod
    Greek\ \ αδιαφορία μέθοδος Bechhofer της ζώνης
    Finnish\ \ Bechhoferin indifferenssialue menetelmä
    Hungarian\ \ Bechhofer-féle indifferencia zóna módszer
    Turkish\ \ Bechhofer farksızlık bölgesi yöntemi (metodu) (metodu)
    Estonian\ \ Bechhoferi indiferentsuspiirkondade meetod
    Lithuanian\ \ Bechhofer indiferentiškumo zonos metodas; Bech[h]oferio indiferentiškumo zonos metodas
    Slovenian\ \ brezbrižnost območje Bechhofer na metodo
    Polish\ \ metoda strefy obojętności Bechhofera
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ Bechhofer's afskiptaleysi svæði aðferð
    Euskara\ \ Bechhofer en axolagabetasunarekiko zona metodoa
    Farsi\ \ r veshe m nt gheye bit favotiye Bechhofer
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ طريقة منطقة اللامبالاة لبهجوفر
    Afrikaans\ \ Bechhofer se indifferensiegebiedmetode
    Chinese\ \ 比 奇 赫 福 无 差 异 区 法
    Korean\ \ Bechhofer의 무차별 영역 방법

    Statistical terms > Bechhofer's indifference zone method

  • 2 indifference

    French\ \ indifférence
    German\ \ Indifferenz
    Dutch\ \ afwezigheid van associatie
    Italian\ \ indifferenza statistica
    Spanish\ \ indiferencia estadística
    Catalan\ \ indiferència estadística, regió o zona d'indiferència
    Portuguese\ \ indiferença
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ indifferens
    Norwegian\ \ indifferens
    Swedish\ \ indifferens
    Greek\ \ αδιαφορία
    Finnish\ \ indifferenssi
    Hungarian\ \ közömbösség
    Turkish\ \ farksızlık
    Estonian\ \ neutraalsus; ükskõiksus
    Lithuanian\ \ indiferentiškumas
    Slovenian\ \ indiferentnost
    Polish\ \ statystyki indyferentne
    Ukrainian\ \ байдужість; індиферентність
    Serbian\ \ индиферентност
    Icelandic\ \ afskiptaleysi
    Euskara\ \ axolagabekeria
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ عدم وجود ارتباط
    Afrikaans\ \ indifferensie
    Chinese\ \ 无 差 別 , 无 差 异
    Korean\ \ 무차별, 차이없음

    Statistical terms > indifference

См. также в других словарях:

  • ἀδιαφορία — ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc/acc dual ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφορίᾳ — ἀδιαφορίᾱͅ , ἀδιαφορία indifference fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορία — η έλλειψη ενδιαφέροντος, αφροντισιά: Δείχνει αδιαφορία για τη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαφορίας — ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem acc pl ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • ἀδιαφορίαν — ἀδιαφορίᾱν , ἀδιαφορία indifference fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»