Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+έκθεση

  • 81 высмотреть

    -рю, -ришь ρ.σ.μ.
    1. κοιτάζω, διακρίνω• παρατηρώ.
    2. κοιτάζω όλα•

    он -ел всю выставку αυτός κοίταξε (είδε) όλη την εκθεση.

    εκφρ.
    высмотреть глаза – (απλ.) κουράζω τα μάτια κοιτάζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > высмотреть

  • 82 выставление

    ουδ.
    1. υποβολή υποψηφιότητας.
    2. προβολή (αιτημάτων, διεκδικήσεων κλπ).
    3. έκθεση. || εγγραφή•

    выставление годовых оценок εγγραφή τού γενικού σχολικού βαθμού.

    Большой русско-греческий словарь > выставление

  • 83 выставной

    επ.
    της έκθεσης• για έκθεση• της τοποθέτησης. || κινητός, αφαιρούμενος, αρμο-λογητός.

    Большой русско-греческий словарь > выставной

  • 84 графика

    θ.
    1. οι γραφικές τέχνες (ιχνογραφία, ζωγραφική, χαρακτική). || έργα γραφικών τεχνών•

    выставка советской -и έκθεση σοβιετικών γραφικών τεχνών.

    2. (γλωσ.) γραφή, παράσταση των φθόγγων με γράμματα.

    Большой русско-греческий словарь > графика

  • 85 донесение

    ουδ.
    αναφορά, έκθεση υπηρεσιακή.

    Большой русско-греческий словарь > донесение

  • 86 донести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. донс, -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. донесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    φέρω, κομίζω, μεταφέρω ως•

    донести узел до вагона μεταφέρω το μπόγο ως το βαγόνι.

    || (για ήχο, μυρουδιά) φέρω, παρασύρω.
    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. донс, -несла, -ло
    ρ.σ.
    1. κάνω γνωστό, γνωστοποιώ, ειδοποιώ• ενημερώνω, κατατοπίζω. || αναφέρω, εκθέτω, κάνω (υποβάλλω) αναφορά, έκθεση.
    2. καταγγέλλω, καταμηνύω, καταδίδω, μαρτυρώ.

    Большой русско-греческий словарь > донести

  • 87 живопись

    θ.
    ζωγραφική•

    акварельная -υδατογραφία, νερομπογιά, ακουρέλα•

    живопись масленными красками ελαιογραφία•

    фресковая живопись νωπογραφία, φρέσκο•

    стенная живопись τοιχογραφία•

    постельная живопись ή живопись сухими красками κρητιδογραφία, παστέλ•

    выставка -и έκθεση ζωγραφικής.

    Большой русско-греческий словарь > живопись

  • 88 маловразумительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    λίγο παράλογος• ασαφής• ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος, ακατανόητος•

    -ое изложение ακατάληπτη έκθεση•

    маловразумительный ответ ασαφής απάντηση.

    Большой русско-греческий словарь > маловразумительный

  • 89 международный

    επ.
    διεθνής•

    -ая политика η διεθνής πολιτική•

    -ое право διεθνές δίκαιο•

    -ая солидарность δίΐεθνής αλληλεγγύη•

    -ая выставка διεθνής έκθεση.

    Большой русско-греческий словарь > международный

  • 90 насыщенный

    επ. από μτχ.
    1. κορεσμένος•

    раствор κορεσμένο διάλυμα.

    2. μτφ..περιεκτικότατος, πλούσιος•

    -ое изложение πλούσια έκθεση.

    Большой русско-греческий словарь > насыщенный

  • 91 неграмотный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    αγράμματος, αναλφάβητος. || ως ουσ. αγράμματος. || ανορθόγραφος•

    неграмотный ученик ανορθόγραφος μαθητής.

    || περιορισμένων επαγγελματικών γνώσεων•

    неграмотный архитектор αγράμματος αρχιτέκτονας.

    || με γραμματικά και συντακτικά λάθη•

    -ая речь ομιλία αγράμματου•

    -ое изложение έκθεση με γραμματικά και συντακτικά λάθη.

    Большой русско-греческий словарь > неграмотный

  • 92 нелестный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    όχι και καλός• λίγο άσχημος•

    -ая характеристика όχι και καλή (μέτρια) έκθεση (ποιόν).

    || αντιπαθής, -θητικός, δυσάρεστος.

    Большой русско-греческий словарь > нелестный

  • 93 нечёткий

    επ., βρ: -ток, -етка, -тко
    ασαφής, δυσδιάκριτος, αδιευκρίνητος, αξεκαθάριστός• μη ακριβής•

    нечёткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая работа μη ακριβής εργασία•

    -ое изложение δυσνόητη έκθεση•

    -ое гфоизношние μη καθαρή προφορά.

    Большой русско-греческий словарь > нечёткий

  • 94 обнажение

    ουδ.
    1. (απο)γύμνωση, ξεγύμνωση.
    2. αποκάλυψη, φανέρωση, ξεσκέπασμα.
    3. ξιφούλκιση, ξεσπάθωμα.
    4. (στρατ.) η μη κάλυψη, η έκθεση σε κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажение

  • 95 объективистский

    επ.
    αντικειμενικός, του αντικειμενισμού•

    -ое изложение фиктов αντικειμενική έκθεση των γεγονότων.

    Большой русско-греческий словарь > объективистский

  • 96 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 97 отпуск

    -а, πλθ.α.
    1. άφεση, απόλυση.
    2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).
    3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.
    4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.
    5. άδεια•

    трудовой отпуск εργατική άδεια•

    получать отпуск παίρνω άδεια•

    быть в -е είμαι σε άδεια•

    уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•

    декретный отпуск άδεια τοκετού•

    долгосрочный отпуск μακρά άδεια•

    твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.

    6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).
    (τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).
    7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > отпуск

  • 98 отчёт

    α.
    1. απολογισμός• έκθεση• отчёт πέ•

    отчёт ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς•

    финансовый отчёт οικονομικός απολογισμός•

    отчёт местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής•

    годичный отчёт ετήσιος απολογισμός.

    2. απολογία•

    дать отчёт в своих дист-виях, поступках απολογούμαι για τις ενέργειες μου, τις πράξεις μου.

    εκφρ.
    дать (давить) себе отчёт – έχω γνώση (επίγνωση)• έχω συναίσθηση, συνείδηση•
    взять под отчёт – παίρνω με απόδοση λογαριασμού.

    Большой русско-греческий словарь > отчёт

  • 99 отчётный

    επ.
    απολογιστικός•

    отчётный доклад απολογιστική έκθεση•

    -ое собрание απολογιστική συνέλευση•

    отчётный период η τρέχουσα (απολογιστική) περίοδος•

    отчётный год το τρέχον απολογιστικό έτος.

    Большой русско-греческий словарь > отчётный

  • 100 оценка

    θ.
    1. εκτίμηση (αξίας)•

    оценка иму-шества εκτίμηση περιουσίας.

    || διατίμηση•

    оценка товаров διατίμηση εμπορευμάτων.

    2. μτφ. κρίση, αξιολόγηση•

    правильная оценка политической обстановки σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης•

    положительная оценка θετική εκτίμηση•

    отрицательная оценка αρνητική εκτίμηση•

    согласно -е σύμφωνα με την εκτίμηση ή κατά την εκτίμηση•

    дать настоящую -у чему-л. δίνω (κάνω) πραγματική εκτίμηση σε κάτι.

    || βαθμός σχολικός•

    получить хорошую -у за сочинение παίρνω καλό βαθμό στην σύνθεση (έκθεση ιδεών).

    Большой русско-греческий словарь > оценка

См. также в других словарях:

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βολάρ, Αμπρουάζ — (Ambroise Vollard, Νησί της Ένωσης, Μασκαρένιας 1865 – Παρίσι 1939). Γάλλος έμπορος έργων τέχνης, εκδότης και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μετά τις νομικές σπουδές του εργάστηκε στο κατάστημα έργων τέχνης Καλλιτεχνική Ένωση (Union… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»