-
1 ευλαβεια
ἥ1) осторожность, осмотрительностьσώζειν τέν εὐλάβειαν Soph. — соблюдать осторожность;
εὐλάβειαν ἔχων μή … Plat. — остерегаясь, как бы не …;ηὐλάβεια (= ἥ εὐ.) τῶν ποιουμένων Soph. — осмотрительность в действиях2) увертывание, избегание(αἱ εὐλάβειαι πασῶν πληγῶν καὴ βελῶν Plat.; τῶν αἰσχρῶν Arst.)
3) почтение, уважение, благоговение(πρὸς Diod., Plut. и περὴ τὸ θεῖον Plut.)
4) опасение, воздержание(τῶν παιδικῶν ἡδονῶν Plut.)
См. также в других словарях:
ηὑλάβεια — εὐλάβεια , εὐλάβεια discretion fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek