-
1 Zephyrus
Ζέφυρος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Zephyrus
-
2 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
3 зефир
(ветер) ο ζέφυρος, ο πουνέντες (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зефир
-
4 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
5 зефир
зефирм1. поэт. ὁ ζέφυρος, ὁ πονέν-τες·2. (ткань) τό ζεφύρι·3. кул. τό ζαχαρόπηκτο[ν]. -
6 зефир
[ζκρίρ] ουσ. α. ζέφυρος -
7 зефир
[ζκρίρ] ουσ α ζέφυρος -
8 зефир
-а α.1. παλ. ζέφυρος (άνεμος).2. (ύφασμα) ζεφύρι ή οξφόρ.3. ελαφρό ζαχαρόπηκτο. -
9 West
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > West
-
10 Wind
subs.Blast: Ar. and V. φύσημα, τό, V. ἄημα, τό, ἄησις, ἡ.Fair wind: V. οὖρος, ὁ (also Xen.), P. οὔριος ἄνεμος, ὁ.Before the wind: V. κατʼ οὖρον.East wind: P. and V. ἀπηλιώτης, ὁ.North wind: P. and V. βορρᾶς, ὁ, βορέας, ὁ (Eur., Cycl. 329; also Ar.).South wind: P. and V. νότος, ὁ (Æsch., frag.).West wind: P. ζέφυρος, ὁ (Arist.).Trade winds: P. ἐτησίαι, οἱ.Sheltered from the wind, adj.: V. ὑπήνεμος (also Xen.).A haven sheltered from the wind: V. λιμὴν εὐήνεμος (Eur., And. 749).Fling to the winds: met., see Reject.Fling his garlands to the winds and storms: V. στέμματʼ ἀνέμοις καὶ θυέλλαισιν μέθες (Eur., Bacch. 350).Your praises of the Phrygians I fling to the winds: V. Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμι (Eur., Tro. 418).Flatulence: P. φῦσαι, αἱ (Plat.).Breath: P. and V. πνεῦμα, τό, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), φύσημα, τό (also Plat. but rare P.). V. ἀμπνοή, ἡ.Get wind of, v.: P. προαισθάνεσθαι (gen. or absol.).——————subs.See Bend.——————v. trans.Wind into a ball: Ar. τολυπεύειν (absol.).Spin: Ar. and V. κυκλεῖν.V. intrans.Twist: P. and V. κυκλεῖσθαι, V. ἑλίσσεσθαι (also Plat. but rare P.), εἱλίσσεσθαι.Wind up: see Finish.Wind round: P. περιελίσσειν (τι περί τι).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wind
См. также в других словарях:
Ζέφυρος — westerly wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέφυρος — westerly wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… … Dictionary of Greek
ζέφυρος — ο δυτικός άνεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Зефир ветер — (Ζέφυρος) ветер, по мнению древних господствовавший в восточной части Средиземного моря, начиная с весны, и наибольшей интенсивности достигавший к летнему солнцестоянию. Здесь он, хотя и теплый, но часто приносит с собою дожди и даже бури, тогда… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Зефир (ветер) — (Ζέφυρος) ветер, по мнению древних господствовавший в восточной части Средиземного моря, начиная с весны, и наибольшей интенсивности достигавший к летнему солнцестоянию. Здесь он, хотя и теплый, но часто приносит с собою дожди и даже бури, тогда… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ζεφύροιο — Ζέφυρος westerly wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύροιο — Ζέφυρος westerly wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφύροις — Ζέφυρος westerly wind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύροις — Ζέφυρος westerly wind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφύροισι — Ζέφυρος westerly wind masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)