-
1 πρωτο-φυής
πρωτο-φυής, ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.
-
2 προς-φυής
προς-φυής, ές, daran gewachsen, fest daran hangend, anschließend, befestigt; ϑρῆνυν προςφυέ' ἐκ κλισίης, Od. 19, 58, die am Sessel befestigte Fußbank; von Natur dazu gehörig, damit verbunden, angemessen, οἰκειότερον καὶ προςφυέστερον τῇ τοῠ νικῶντος ἰδέᾳ, Plat. Phil. 67 a; ἐδωδαῖς καὶ τοιούτων ἡδοναῖς προςφυεῖς γιγνόμεναι, Rep. VII, 519 b; καὶ συγγενεῖς, Ep. VII, 344 a u. Sp., wie Luc. D. Meretr. 5. – Adv. προςφυῶς, ion. προςφυέως, z. B. λέγειν, auf eine geschickte Weise sprechen, Her. 1, 27.
-
3 πτερο-φυής
πτερο-φυής, ές, Federn od. Flügel treibend, bekommend, Ggstz ψιλός, Plat. Polit. 266 e.
-
4 παρα-φυής
παρα-φυής, ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige.
-
5 περι-φυής
-
6 πετρο-φυής
πετρο-φυής, ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.
-
7 πεντα-φυής
πεντα-φυής, ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
-
8 παντο-φυής
παντο-φυής, ές, Alles hervorbringend, D. L. 6, 18; Pan, Orph. H. 10, 10.
-
9 παν-ευ-φυής
παν-ευ-φυής, ές, sehr schön gewachsen, Sp.
-
10 παλιμ-φυής
παλιμ-φυής, ές, wieder wachsend; κάρηνα Λέρνης τῆς παλιμφυοῦς Luc. amor. 2; Nonn., wieder belebt.
-
11 πολυ-φυής
-
12 σπερματο-φυής
σπερματο-φυής, ές, = σπερμοφυής (?).
-
13 σπερμο-φυής
σπερμο-φυής, ές, Saamen zeugend; pass., aus dem Saamen erzeugt, Theophr.
-
14 στεγνο-φυής
στεγνο-φυής, ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).
-
15 στενο-φυής
στενο-φυής, ές, eng od. schmal von Statur, Alexis bei Schol. Plat. Menex. 393, von Euböa.
-
16 στημονο-φυής
στημονο-φυής, ές, von der Art od. Beschaffenhet des Aufzugsfadens, Plat. Polit. 309 b.
-
17 συμ-φυής
συμ-φυής, ές, zusammengewachsen, von Natur womit verbunden, fest vereinigt; Plat. Tim. 45, d; σῶμα ὅταν μέγα σμικρᾷ ξυμφυὲς διανοίᾳ γένηται, 88 a; κακόν, Pol. 6, 4, 6. 6, 10, 7; Plut. Lyc. 25 nennt die Bienen τῷ κοινῷ συμφυεῖς ἀεί, die dazu geschaffen sind, für die Gemeinschaft zu arbeiten.
-
18 σιδηρο-φυής
σιδηρο-φυής, ές, aus Eisen geschaffen, von eiserner Natur, nach Poll. 7, 106 Inschrift auf ciner Bildsäule des Eisenarbeiters Xanthias.
-
19 σκληρο-φυής
σκληρο-φυής, ές, von harter Natur, Xenocrat.
-
20 τριταιο-φυής
τριταιο-φυής, ές, πυρετός, von der Art eines dreitägigen Fiebers, Hippocr.
См. также в других словарях:
φυῆς — φυή growth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύης — Φύη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύης — φύω bring forth aor opt act 2nd sg φύω bring forth aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] … Dictionary of Greek
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ημιφυής — ἡμιφυής, ές (Α) (για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φυης (< φύος), πρβλ. δı φυής, ευ φυής] … Dictionary of Greek
ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ινδοφυής — ἰνδοφυής, ές (Μ) αυτός που φύεται στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φυής (< φύος, το), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ιπποφυής — ἱπποφυής, ές (Μ) αυτός που έχει φύση ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ανθρωπο φυής, ορνιθο φυής] … Dictionary of Greek