-
1 ευθεία
εὐθεί̱ᾱ, εὐθεῖαfem nom /voc /acc dualεὐθείᾱ, εὐθύς 1straight: fem nom /voc /acc dual——————εὐθεί̱ᾱͅ, εὐθεῖαfem dat sg (attic doric aeolic)εὐθείᾱͅ, εὐθύς 1straight: fem dat sg (doric aeolic) -
2 ευθεία
-
3 εὐθεῖα
-
4 ευθεια
ἥ [εὐθύς I]κατ΄ εὐθεῖαν Arst., ἑπὴ τέν εὐθεῖαν и ἐπ΄ εὐθείας Polyb., Diod., ἀπ΄ и δι΄ εὐθείας Plut. — по прямой линии, напрямик
2) грам. (sc. πτῶσις) прямой, т.е. именительный падеж -
5 ευθεία
η1) прямая линия;κατ' ευθείαν — или απ' ευθείας — а) прямо, по прямой, напрямик; — б) прямо, непосредственно;
περνώ απ' ευθείας στην υπόθεση переходить прямо к делу;η απ' ευθείας συγκοινωνία прямое сообщение;η κλινάμαξα κατ' ευθείαν συγκοινωνίας — спальный вагон прямого сообщения;
με το κατ' ευθείαν — экспрессом;
κατ' ευθείαν στο στόχο — воен, прямое попадание;
πηγαίνω κατ' ευθείαν — идти прямо, напрямик, прямым путём;
2):ευθεία του ανέμου мор. — направление ветра;
§ τράβα ευθεία — иди прямо
-
6 εὐθεία
Βλ. λ. ευθεία -
7 εὐθείᾳ
Βλ. λ. ευθεία -
8 ευθεία
droit -
9 εὔ-θυρσος
εὔ-θυρσος, mit schönem Thyrsusstabe, νάρϑηξ Eur Bacch. 1158; κυδοιμός Nonn. 13, 728. im Ggstz des στρογγύλος, Plat. Men. 75 a Parm. 137 e, wo es erklärt wird: οὗ ἂν τὸ μέσον ἀμφοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ἐπίπροσϑεν ᾐ (nach Euclid. εὐϑεῖα γραμμή, ἥτις ἐξίσου τοῖς ἐφ' ἑαυτοῖς σημείοις κεῖται); dem καμπύλος entgeggstzt, Rep. X, 602 c; εὐϑεῖα ὁδός Pind. N. 1, 25; ὁδους εὐϑείας τέμνειν, gerade Straßen anlegen, Thuc. 2, 100; εὐϑυτέρα ὁδός Xen. Cyr. 1, 3, 3; auch ἡ εὐϑεῖα allein = der gerade Weg, Luc. Hermot. 15; = die gerade Linie, Arist. coel. 2, 4; εὐϑείᾳ περαί. νειν Plat. Legg. IV, 716 a; vgl. Eur. Med. 384; ἐπ' εὐϑείας προάγειν D. Sic. 19, 38; a. Sp.; ἀπ' εὐϑείας, geradezu, Plut. Fab. 3; ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐϑείας ἐκτείνειν, auf derselben Linie, Pol. 3, 113, 3; πλόος, Pind. Ol. 6, 103; εἰς τὸ εὐϑὺ βλέπειν, gerade vor sich hinsehen, Xen. Equ. 7, 17; ἡ εἰς τὸ εὐϑὺ ὁδός Luc. Zeux. 10. – Uebertr., gerade, offen, aufrichtig, gerecht; τόλμα Pind. Ol. 13, 12; δίκη N. 10, 12, wie Aesch. Eum. 411; πόνος Pind. Ol. 11, 67; οὐδὲν εὐϑύ, διὰ τὸ ἄνευ ἀληϑείας τεϑράφϑαι, Plat. Gorg. 525 a; καὶ τὸ ἐλεύϑερον, dem sklavischen Sinne entgeggstzt, Theaet. 173 a; ἐκ τοῦ εὐϑέος, im Ggstz von ἀπάτη, Thuc. 1, 34; ἀπὸ τοῦ εὐϑέος λέγειν, eben so, 3, 43, gerade heraus, offen reden; τὸν εὐϑὺν ἐξειπόντες ἀμφὶ σοῦ λόγον Eur. Hipp. 492, vgl. εὐϑεῖαν λόγων τέμνων κέλευϑον Rhes. 422; εὐϑείαις ῥήτραις ἀνταπαμείβομαι Tyrt. bei Plut. Lyc. 6; συντόμως καὶ ἁπλῶς καὶ δι' εὐϑείας φράζειν Plut. de Pyth. Or. 29; ἐκ τοῦ εὐϑέος δεόμενος, im Ggstz von ἀπάτῃ, Thuc. 1, 34 ( ἀντιλέγειν Arr. An. 5, 27, 5), wie ἀπὸ τοῦ εὐϑέος λέγειν, im Ggstz von ἀπάτῃ προςάγεσϑαι, 3, 43; von δι' αἰνιγμάτων, Paus. 8, 8, 2. – Bei den Gramm. ist ἡ εὐϑεῖα, sc. πτῶσις, der Nominativ. – Adv. εὐθύς, al vom Orte, gew. εὐϑύ (w. m. s.), geradezu, ἐς Πύλον εὐϑὺς ἐλῶντα H. h. Merc. 255; εὐϑὺς ἰών Pind. P. 4, 83; εὐϑὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, in einem Vertrage bei Thuc. 4, 118; εὐϑὺς πρὸς τὰ βασίλεια Xen. Cyr. 2, 4, 24; auch χωρίου ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐϑὺς κειμένου, gerade oberhalb der Stadt, Thuc. 6, 96; τινός, gerade auf Etwas los, Eur. Hipp. 1197 u. Thuc. 8, 96, wo Lob. εὐϑύ ändert; εὐϑὺς τοῦ Πειραιῶς κατέσχον Polyaen. 4, 7, 6. – b) von der Zeit, sog leich, gerades Weges, ohne Umstände; ἔννεπεν εὐϑύς Pind. Ol. 8, 41; εὐϑὺς ὡς ἤκουσεν Aesch. Pers. 353; εὐϑὺς γενέσϑω πορφυρόστρωτος πόρος Ag. 884, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, εὐϑὺς εἴσω ᾔει Plat. Prot. 310 b, εὐϑὺς κατ' ἀρχάς Tim. 24 c; bes. εὐϑὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, von Jugend auf, Rep. VI, 485 d VII, 519 a; auch εὐϑὺς νέῳ ὄντι, Conv. 178 c; νέων ὄντων εὐϑὺς τῶν παίδων Legg. VII, 788 d; vgl. εὐϑὺς ἔτι βρέφος Eur. Phoen. 652; ἀρξάμενοι εὐϑὺς ἀπὸ τῶν Thuc. 1, 146; εὐϑὺς ἐκ παιδίου Xen. Cyr. 1, 6, 20; noch gewöhnlicher εὐϑὺς νέοι ὄντες, sogleich von Jugend auf, Thuc. 2, 39; εὐϑὺς μειράκιον ὤν Xen. An. 2, 6, 18; so öfter mit dem partic., sobald als, προςέβαλλεν εὐϑὺς ἥκων, sobald er angekommen war, griff er sogleich an, An. 4, 7, 2; εὐϑὺς ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος, sobald sie sich vom Körper trennt, Plat. Phaed. 70 a; ἰδὼν εὐϑὺς παρακελεύομαι Conv. 221 a, öfter, wie Folgde; εὐϑὺς παραχρῆμα Dem. 48, 40 u. A.; – ἡ εὐϑὺς φυγή, die plötzliche Flucht, Hdn. 8, 1, 10. – c) zur Anführung eines Beispiels, wie auch wir gleich brauchen (vgl. αὐτίκα), bes. bei Sp. Vgl. Xen. Mem. 2, 6, 32 Hier. 1, 35; οἷον εὐϑύς vrbdí Plut. def. orac. 47. Vgl. oben εὐϑέως.
-
10 ευθείας
εὐθεί̱ᾱς, εὐθεῖαfem acc plεὐθεί̱ᾱς, εὐθεῖαfem gen sg (attic doric aeolic)εὐθείᾱς, εὐθύς 1straight: fem acc plεὐθείᾱς, εὐθύς 1straight: fem gen sg (doric aeolic) -
11 εὐθείας
εὐθεί̱ᾱς, εὐθεῖαfem acc plεὐθεί̱ᾱς, εὐθεῖαfem gen sg (attic doric aeolic)εὐθείᾱς, εὐθύς 1straight: fem acc plεὐθείᾱς, εὐθύς 1straight: fem gen sg (doric aeolic) -
12 εὐθύς
εὐθῠς adj.a straight, straightforwardεὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.103
ναῶν πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (v. 1. εὐθῦν(αι), εὔθυν(ε). Σ.) O. 7.33στάδιον μὲν ἀρίστευσεν εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.64
ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
εὐθεῖα δὴ ( ἐστι) κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 2.b correct: upright, straightforwardτόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών P. 3.28
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
------------------------------------a at once, straightway adv.ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων O. 8.41
κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν O. 13.86
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις P. 4.34
μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.39
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
εὐθὺς δ' ἀπανάνατο νύμφαν N. 5.33
b directlyτάχα δ' εὐθὺς ἰὼν P. 4.83
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” ( εὐθὺ coni. Hermann) I. 8.41 -
13 прямо
επίρ.ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•
я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•
он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.
|| ορθά, ευθυτενώς•стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).
|| ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.
|| (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.
|| εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•прямо противоположный εντελώς αντίθετος.
εκφρ.прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες! -
14 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
15 εὐθύς
1εὐθύς, εῖα, ύ gen. έως (Pind. et al.; ins, pap, LXX; TestSol 8, 11 C; ApcMos 17) ‘straight’.① pert. to being in a straight or direct line, straight, lit., of a way (Thu. 2, 100, 2; Arrian, Anab. 3, 4, 5; Vi. Aesopi W 4 P. εὐθεῖα ὁδός; TestSol 8:11 C; Philo, Deus Imm. 61 [metaph.]; Jos., Ant. 19, 103) εὐθείας ποιεῖν τὰς τρίβους make the paths straight (and thus even) Mt 3:3; Mk 1:3; Lk 3:4 (all 3 Is 40:3; cp. Diod S 14, 116, 9 εὐθείας ποιῆσαι τὰς ὁδούς; Carmina Pop. 851 PMG [47 Diehl] εὐρυχωρίαν ποιεῖτε τῷ θεῷ). τὴν ὁδὸν τὴν εὐθεῖαν τιθέναι take the straight road 2 Cl 7:3. As the name of a street ἡ ῥύμη ἡ καλουμένη Εὐθεῖα the street called ‘Straight (Street)’ Ac 9:11. ἡ εὐθεῖα w. ὁδός to be supplied (so in earlier Gk., e.g. Pla., Leg. 4, 716a; also Sallust. 7 p. 14, 5; Ps 142:10 v.l.) Lk 3:5 (Is 40:4).② proper, right, fig. extension of mng. 1 (since Pind., Trag., Thu.)ⓐ of a way in fig. sense (Tob 4:19 BA; Ps 106:7; Pr 20:11 al.) αἱ ὁδοὶ τ. κυρίου αἱ εὐ. Ac 13:10 (cp. Hos 14:10; Sir 39:24). καταλείποντες εὐ. ὁδόν forsaking the straight way (=teaching) 2 Pt 2:15 (cp. Pr 2:13).ⓑ of the καρδία: right, upright (Ps 7:11; 10:2 al.) ἔναντι τοῦ θεοῦ before God Ac 8:21. Also εὐ. μετʼ αὐτοῦ 1 Cl 15:4 (Ps 77:37).—DELG. M-M.2εὐθύς adv. (developed fr. the nom. masc. sg. of εὐθύς)① immediately, at once (so Pind.; Thu. 2, 93, 4 +; Epict.; pap [Mayser 244; also POxy 744, 7 [1 B.C.]; PRyl 234, 4]; LXX; TestSol 18:5, 37; TestAbr [παρʼ εὐθύς A 19 p. 102, 20/Stone p. 52]; Test12Patr; ParJer 5:20; Philo; Jos., Ant. 11, 236 al.; Just.; s. Phryn. 144f Lob.; WSchmid, D. Atticismus I 1887, 121; 266; II 1889, 113; in the mss. and edd., esp. t.r., freq. the form εὐθέως, q.v.) Mt 3:16; 13:20f; 14:27; 21:3 (but εὐθέως vs. 2); oft. in Mk e.g. 1:10, 12 (on the originality of the word, not the form, in Mk s. JWeiss, ZNW 11, 1910, 124–33); Lk 6:49; J 13:30, 32; 19:34; Ac 10:16; ISm 3:2; Hv 3, 13, 2; 5:2, 4; m 5, 1, 3; 11:12; Hs 7:4.② For the inferential use, weakened to then, so then e.g. in Mk 1:21, 23, 29 s. Mlt-H. 446f.—PVannutelli, Synoptica 1, ’38, cxiv–cxxvi; GRudberg, ConNeot 9, ’44, 42–46. Mlt-Turner 229. S. on εὐθέως. DDaube, The Sudden in the Scriptures ’64, 46–72; LRydbeck, 167–176, 184.—M-M. EDNT. TW. -
16 рассеяние
1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασποράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние
-
17 прямая
прям|аяж мат ἡ εὐθεία (γραμμή):провести \прямаяу́ю χαράζω εὐθεία (γραμμή). -
18 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
19 ευθείαι
εὐθεί̱ᾱͅ, εὐθεῖαfem dat sg (attic doric aeolic)εὐθείᾱͅ, εὐθύς 1straight: fem dat sg (doric aeolic) -
20 εὐθείαι
εὐθεί̱ᾱͅ, εὐθεῖαfem dat sg (attic doric aeolic)εὐθείᾱͅ, εὐθύς 1straight: fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
εὐθεῖα — fem nom/voc sg εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεία — εὐθεί̱ᾱ , εὐθεῖα fem nom/voc/acc dual εὐθείᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθείᾳ — εὐθεί̱ᾱͅ , εὐθεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) εὐθείᾱͅ , εὐθύς 1 straight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθεία — Στη στοιχειώδη γεωμετρία η έννοια ε. είναι έννοια αρχική (δεν ορίζεται). Την έννοια της ε. σχηματίζουμε, αν τεντώσουμε ένα λεπτό νήμα· όσο το νήμα αυτό είναι πιο λεπτό, τόσο η μορφή του μας κάνει vα αντιληφθούμε πληρέστερα αυτό που λέμε ε. Στη… … Dictionary of Greek
ευθεία — η γραμμή με σταθερή κατεύθυνση, που είναι και η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακόρυφος ή κατακόρυφη — Ευθεία κάθετη στην επιφάνεια υγρών που βρίσκονται σε ηρεμία. Η κ. έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης, είναι κάθετη στο μέσο του επιπέδου του ορίζοντα και διαιρεί την ουράνια σφαίρα σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία, στο ζενίθ και στο ναδίρ. Κ.… … Dictionary of Greek
εὐθεῖαι — εὐθεῖα fem nom/voc pl εὐθύς 1 straight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεῖαν — εὐθεῖα fem acc sg εὐθύς 1 straight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek