Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εχθρός

  • 41 недруг

    α.
    1. αντίθετος, αντίπαλος, πολέμιος.
    2. παλ. εχθρός (στον πόλεμο)•

    нажить себе -ов αποκτώ εχθρούς.

    Большой русско-греческий словарь > недруг

  • 42 неодолимый

    επ., βρ: -лим, -а, -о
    ανυπέρβλητος, ακαταγώνιστός, ακαταμάχητος, ακαταδάμαστος, ακατανίκητος•

    -ая сила ακατανίκητη δύναμη•

    -ая страсть ακατανίκητο πάθος•

    -враг ακαταμάχητος εχθρός.

    Большой русско-греческий словарь > неодолимый

  • 43 неприятель

    α.
    εχθρός•

    нажить себе -ей αποκτώ εχθρούς•

    разбить -я συντρίβω τον εχθρό.

    Большой русско-греческий словарь > неприятель

  • 44 обречь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. обрк κ. παλ. обрк
    -екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. обркший
    κ. παλ. обркший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обреченный, βρ: -чен, -чена, -но
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) καταδικάζω, προδικάζω προοιωνίζω όλεθρο•

    судьби его обрекла на большое несчастье η τύχη τον καταδίκασε σε μεγάλη δυστυχία•

    враг -чен на гибель ο εχθρός είναι καταδικασμένος σε καταστροφή.

    Большой русско-греческий словарь > обречь

  • 45 ответить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. απαντώ, δίνω απάντηση•

    ответить на вопрос απαντώ στο ερώτημα•

    ответить отказом απαντώ αρνητικά.

    || λέγω, διηγούμαι,• ответить урок λέγω το μάθημα.
    2. αποκρίνομαι, απολογούμαι/• αντικρένω. || (με διάφορες σημ.) απαντώ•

    ответить презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσομπολιό•

    ответить длинной речью απαντώ με μακρυγορία•

    на наш обстрел противник -ил пулемтным огнм στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων.

    || ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. || ανταποδίδω.
    3. ευθύνομαι, φέρω ευθύνη δίνω λόγο, λογοδοτώ•

    ты за это мне -ишь αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσεις.

    Большой русско-греческий словарь > ответить

  • 46 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 47 перепелятник

    α.
    1. είδος μικρού γερακιού (εχθρός των ορτυκιών).
    2. κυνηγός ορτυκιών.

    Большой русско-греческий словарь > перепелятник

  • 48 подступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω•

    враг -ил к стенам города ο εχθρός πλησίασε τα τείχη της πόλης•

    -ла осень πλησίασε το Φθινόπωρο.

    2. εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι εισχωρώ•

    слёзы -ли к её глазам δάκρυα της ήρθαν στα μάτια•

    боль -ла под самое сердце ο πόνος έφτασε ως την καρδιά.

    πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > подступить

  • 49 потенциальный

    επ.
    δυναμικός, εμπεριέχων δύναμη, ισχύ. || πιθανός, δυνατός, ενδεχόμενος•

    потенциальный враг ενδεχόμενος εχθρός.

    Большой русско-греческий словарь > потенциальный

  • 50 продвинуть

    ρ.σ.
    1. προωθώ, μετακινώ. || περνώ•

    продвинуть стол через дверь περνώ το τραπέζι από την πόρτα.

    2. μτφ. προωθώ•

    продвинуть дело προωθώ την υπόθεση.

    || προάγω, προβιβάζω•

    по службе προάγω στην υπηρεσία.

    1. κινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι•

    враг -лся на 10 километров ο εχθρός προωθήθηκε κατά 10 χιλιόμετρα.

    || περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, πηγαίνω• εισδύω•

    с трудом он -лся в окно με δυσκολία αυτός πήγε στο παράθυρο.

    2. μτφ. προωθούμαι•

    дело -лось η υπόθεση προωθήθηκε.

    || προάγομαι, προβ ιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > продвинуть

  • 51 противник

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. αντίπαλος.
    2. εχθρός, πολέμιος, αντίμαχος.

    Большой русско-греческий словарь > противник

  • 52 разбитый

    επ. από μτχ.
    1. σπασμένος, θραυσμένος, τσακισμένος• τεθλασμένος•

    -ое стекло σπασμένο γυαλί.

    2. φθαρμένος, χαλασμένος•

    -ая дорога χαλασμένος δρόμος.

    || τρέμων, τρεμουλιαστός• συντριμμένος (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    3. καταχτυπημένος•

    -ое лицо καταχτυπημένο πρόσωπο.

    || συντριμμένος•

    враг συντριμμένος εχθρός•

    4. εξαντλημένος, εξασθενημένος, τσακισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > разбитый

  • 53 рассеять

    -ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: • -ян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπείρω, σπέρνω•

    рассеять семена σπέρνω σπόρους.

    2. διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία•

    школы по всей стране φτιάχνω σ όλη τη χώρα σχολεία.

    3. διαχέω• εκπέμπω•

    рассеять свет διαχέω το φως.

    4. διασκορπίζω• διαλύω•

    ветер -ял тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα•

    неприятельскую каваллерию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό.

    || μτφ. διαλύω, εξαλείφω• διώχνω•

    рассеять подозрения διαλύω τις υποψίες•

    рассеять скуку διώχνω την πλήξη•

    рассеять опасения διαλύω τους φόβους.

    1. εποικίζομαι, στεγάζομαι χωριστά.
    2. διαχέομαι.
    3. διασκορπίζομαι•

    неприятель -лся под нашим огнм ο εχθρός διασκορπίστηκε από τα πυρά μας•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν).

    || περνώ, παρέρχομαι•

    гнев -лся ο θυμός πέρασε.

    4. μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рассеять

  • 54 смертельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. θανάσιμος, θανατηφόρος•

    -ая рана θανατηφόρο τραύμα•

    смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο.

    || μτφ. ισχυρότατος•

    -ая борьба с врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό•

    -ая ненависть θανάσιμο μίσος•

    -ая опасность θανάσιμος κίνδυνος.

    2. επιθανάτιος•

    -ая агония επιθανάτια άγων ία.

    εκφρ.
    смертельный враг – θανάσιμος εχθρός•
    - ая вравда – θανάσιμη έχθρα.

    Большой русско-греческий словарь > смертельный

  • 55 смертный

    επ., βρ: -тен, -тна, -о.
    1. επιθανάτιος• νεκρικός•

    смертный час η ώρα του θανάτου•

    -одр νεκρική κλίνη•

    смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.

    2. επ. κ. ουσ. θνητός.
    3. θανατικός•

    -приговор θανατική καταδίκη•

    -ая казнь θανατική εκτέλεση.

    || φονικός•

    смертный бой φονική μάχη.

    4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•

    -ая скука φοβερή μελαγχολία•

    -ая тоска θανάσιμη θλίψη•

    смертный враг θανάσιμος εχθρός•

    εκφρ.
    смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•
    - ая клятва – όρκος θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > смертный

  • 56 тайный

    επ.
    1. μυστικός•

    -ое общество μυστική εταιρεία ή μυστικός σύνδεσμος•

    -ое свидание μυστική συνάντηση•

    -ая полиция μυστική αστυνομία.

    2. κρυφός, κρύφιος•

    тайный враг κρυφός εχθρός•

    -ая мысль κρυφή σκέψη•

    -ая радость κρυφή χαρά.

    εκφρ.
    - ое голосование – μυστική ψηφοφορία•
    - ые выборы – εκλογές με μυστική ψηφοφορία•
    тайный действительный советник – ο μυστικοσύμβουλος•
    - ые языки – τα διάφορα αργκό.

    Большой русско-греческий словарь > тайный

  • 57 явный

    επ., βρ: явен явна, явно.
    1. φανερός, εμφανής•

    явный враг φανερός εχθρός.

    2. ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, εξόφθαλμος • σαφής, ευκρινής, καθαρός•

    -ая ложь ολοφάνερο ψέμμα•

    -ое недоразумение καθαρή παραξήγηση•

    -ое противоречие ολοφάνερη αντίθεση ή αντ ίφαση.

    Большой русско-греческий словарь > явный

См. также в других словарях:

  • εχθρός — εχθρός, ο και οχτρός, ο 1. αυτός που μας μισεί και τον μισούμε. 2. πολέμιος, αντίπαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐχθρός — hated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἐχθρά — ἐχθρός hated neut nom/voc/acc pl ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc/acc dual ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρότερον — ἐχθρός hated adverbial comp ἐχθρός hated masc acc comp sg ἐχθρός hated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑχθρός — ἐχθρός , ἐχθρός hated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροτάτων — ἐχθρός hated fem gen superl pl ἐχθρός hated masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροτέρως — ἐχθρός hated adverbial comp ἐχθρός hated masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρόν — ἐχθρός hated masc acc sg ἐχθρός hated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρότατα — ἐχθρός hated adverbial superl ἐχθρός hated neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρότατον — ἐχθρός hated masc acc superl sg ἐχθρός hated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»