Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ευμα

См. также в других словарях:

  • εὐμάκης — εὐμά̱κης , εὐμήκης tall masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐμά̱κης , εὐμήκης tall masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) εὐμά̱κης , εὐμήκης tall masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔμαλοι — εὔμᾱλοι , εὔμαλος masc/fem nom/voc pl εὔμᾱλοι , εὔμηλος rich in sheep masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαχανίαν — εὐμᾱχανίᾱν , εὐμηχανία skill in devising means fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάριδες — εὐμά̱ριδες , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάρισιν — εὐμά̱ρισιν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔμαριν — εὔμᾱριν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔμαρις — εὔμᾱρις , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν …   Dictionary of Greek

  • μήδευμα — μήδευμα, τὸ (Α) στρατήγημα, τέχνασμα, πονηρό σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήδομαι «σκέπτομαι, σχεδιάζω, μελετώ», κατά τα ουδ. σε ευμα] …   Dictionary of Greek

  • στρέβλευμα — τὸ, Α 1. στρέβλωμα, στράβωμα 2. μτφ. διαστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ευμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στρεβλεύω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»