Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εργασίας

  • 61 рабочий

    рабочий I
    м ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:
    поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.
    рабоч||ий II
    прил
    1. ἐργατικός:
    \рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·
    2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:
    \рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·
    3. (производящий полезную работу):
    \рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·
    4. тех. (выполняющий работу):
    \рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη.

    Русско-новогреческий словарь > рабочий

  • 62 разделение

    разделение
    с ὁ χωρισμός, ἡ διαίρεση[-ις]/ ἡ διανομή, ἡ κατανομή, ὁ διαμοιρασμός (распределение):
    \разделение труда́ ἡ κατανομή τής ἐργασίας.

    Русско-новогреческий словарь > разделение

  • 63 распределение

    распределение
    с ἡ κατανομή, ἡ διανομή, τό μοίρασμα, ὁ καταμερισμός:
    \распределение работы ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· \распределение светотени жив. ἡ φωτοσκίαση.

    Русско-новогреческий словарь > распределение

  • 64 рост

    рост
    м
    1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:
    остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·
    2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:
    высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·
    3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > рост

  • 65 трудодень

    трудодень
    м ἡ ἐργατοημέρα (μέτρο ἐργασίας καί ἀμοιβής στά κολχός).

    Русско-новогреческий словарь > трудодень

  • 66 условие

    услов||ие
    с
    1. ὁ ὅρος, ἡ προϋπόθεση/ οἱ συνθήκες (т/с. мн.)\ жилищи́ые \условиеия οἱ συνθήκες κατοικίας· \условиеия труда οἱ συνθήκες τής ἐργασίας· при \условиеии ὑπό τόν ὅρο· при настоящих \условиеиях στίς σημερινές συνθήκες, ὑπό τάς παρούσας συνθήκας· при любых \условиеиях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθήκες· при благоприятных \условиеиях σέ εὐνοϊκές συνθήκες· на льготных \условиеиях μέ εὐνοϊκούς ὅρους·
    2. (договора) ὁ ὅρος:
    \условиеия договора, соглашения οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου· нару́шить \условиеия договора παραβαίνω τους ὅρους τής συμφωνίας.

    Русско-новогреческий словарь > условие

  • 67 участок

    уча́ст||ок
    м
    1. τό οἰκόπεδο[ν], τό γήπε-δο[ν]/ τό χωράφι, ὁ κλήρος (земельный):
    строительный \участок τό οίκόπεδο οἰκοδομής· лесной \участок τό μέρος δάσους· пораженный \участок мо́зга τό προσβεβλημένο μέρος τοῦ μυαλοϋ· делить на \участокки μοιράζω σέ ὁΙκόπεδα· арендовать \участок земли́ νοικιάζω χωράφι[ον] (или τμήμα γής)·
    2. (сфера деятельности) ὁ τομέας [-εύς]:
    \участок работы ὁ τομέας ἐργασίας' врачебный \участок ὁ τομέας ίατροῦ·
    3. (административный) τό τμήμα:
    избирательный \участок τό ἐκλογικό τμήμα·
    4. воен. ὁ τομέας [-εύς]:
    \участок фронта ὁ τομέας τοῦ μετώπου· б. ист. (полицейский) τό ἀστυνομικό τμήμα.

    Русско-новогреческий словарь > участок

  • 68 форма

    форм||а
    ж
    1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:
    в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·
    2. (вид, структура) ἡ μορφή:
    \форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·
    3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):
    \форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων
    4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:
    художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·
    5. (одежда) ἡ στολή:
    школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·
    6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:
    по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·
    7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:
    глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα.

    Русско-новогреческий словарь > форма

  • 69 час

    час
    м в разн. знач. ἡ ῶρα:
    который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο.

    Русско-новогреческий словарь > час

  • 70 spreadsheet

    French\ \ feuille d'analyse; feuille de calcul; feuille de travail
    German\ \ Spreadsheet
    Dutch\ \ rekenblad
    Italian\ \ foglio elettronico
    Spanish\ \ hoja de análisis
    Catalan\ \ full de càlcul
    Portuguese\ \ folha de cálculo
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ kalkylblad
    Greek\ \ φύλλο εργασίας
    Finnish\ \ laskentataulukko
    Hungarian\ \ szóráslap
    Turkish\ \ çalışma tablosu
    Estonian\ \ tabelarvutus (arvutitehnoloogias)
    Lithuanian\ \ skaičiavimo lentelė; skaičiuoklė
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ arkusz kalkulacyjny
    Ukrainian\ \ електронна таблиця
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ töflureikni
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ برنامج جدولة
    Afrikaans\ \ sigblad; spreitabel
    Chinese\ \ 计 算 张
    Korean\ \ 스프레드시트

    Statistical terms > spreadsheet

  • 71 аппарат

    α.
    1. συσκευή οργάνων, μηχανών κλπ. фотографический аппарат η φωτογραφική μηχανή•

    аппарат телефонный аппарат το τηλέφωνο.

    2. σύστημα•

    дыхательный аппарат το αναπνευστικό σύστημα.

    3. μηχανή, μηχανισμός•

    государственный аппарат η κρατική μηχανή ή ο κρατικός μηχανισμός.

    εκφρ.
    научный аппарат – το υλικό και βοηθήματα επιστημονικής εργασίας.

    Большой русско-греческий словарь > аппарат

  • 72 бракодел

    α.
    εργάτης σκάρτης εργασίας.

    Большой русско-греческий словарь > бракодел

  • 73 бригада

    θ.
    1. (στρατ.) ταξιαρχία•

    танковая бригада ταξιαρχία αρμάτων μάχης.

    2. κολλεχτίβα, ομάδα εργασίας, μπριγάδα•

    комплексная бригада πλήρης μπριγάδα (όλων των απαιτουμένων ειδικοτήτων)•

    тракторная бригада μπριγάδα τραχτεροδηγών•

    полеводческая бригада αγροτική μπριγάδα.

    Большой русско-греческий словарь > бригада

  • 74 график

    α.
    1. διάγραμμα•

    график движения поездов διάγραμμα κίνησης των τραίνων.

    2. πρόγράμμα εργασίας•

    работать по -у εργάζομαιμε πρόγραμμα•

    выйти из -а παραβιάζω το πρόγραμμα.

    3. χαράκτης, σχεδιογράφος• καλλιγράφος.

    Большой русско-греческий словарь > график

  • 75 жёсткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко.
    1. σκληρός• τραχύς•

    жёсткий матрац σκληρό στρώμα•

    -ие волосы σκληρά μαλλιά.

    || αλύγιστος,άκαμπτος. || στιφός. || δυσμάσητος (για κρέας).
    2. μτφ. αδρός, τραχύς• πικρός φαρμακερός•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    жёсткий характер σκληρός χαρακτήρας•

    -ие слова φαρμακερά λόγια.

    || δυνατός, σφοδρός•

    жёсткий мороз δριμύ ψύχος•

    жёсткий ветер σφοδρός άνεμος.

    || κακόηχος, κακόφωνος.
    3. αυστηρός, απαρέγκλιτος•

    жёсткий график αυστηρό πρόγραμμα εργασίας•

    жёсткий срок αμετάκλητη (ανέκλητη) προθεσμία•

    -ие меры σκληρά μέτρα•

    -ая позиция έμμονη (ανένδοτη) θέση.

    εκφρ.
    жёсткий вагон – βαγόνι τρίτης θέσης•
    - ая вода – γλυφό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > жёсткий

  • 76 загруженность

    κ. -женность, -и θ. φόρτος εργασίας, απασχόλησης.

    Большой русско-греческий словарь > загруженность

  • 77 занятой

    επ.
    πολυάσχολος, πολυμέριμνος, με μεγάλο φόρτο εργασίας.

    Большой русско-греческий словарь > занятой

  • 78 кабинет

    -а. α.
    1. ιδιαίτερο δωμάτιο• γραφείο εργασίας•

    кабинет директора γραφείο διευθυντή•

    кабинет врачи ιατρείο•

    физический кабинет αίθουσα πειραματικής φυσικής•

    химический кабинет χημείο•

    зубоврачебный кабинет οδοτοιατρείο.

    2. κυβέρνηση κράτους• υπουργείο•

    сформировать кабинет σχηματίζω κυβέρνηση•

    кабинет министров η κυβέρνηση.

    εκφρ.
    кабинет задумчивости – αποχωρητήριο•
    чрный - – γραφείο λογοκρισίας επιστολών.

    Большой русско-греческий словарь > кабинет

  • 79 книжка

    θ.
    1. βλ. книга; интересная книжка ενδιαφέρον βιβλίο•

    записная книжка σημειωματάριο, δεφτέρι.

    2. μεγάλο περιοδικό.
    3. βιβλιάριο•

    трудовая книжка βιβλιάριο εργασίας•

    чековая книжка το καρνέ των τσεκ•

    сберегательная книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου•

    расчётная книжка βιβλιάριο πληρωμής•

    положить деньги на -у βάζω χρήματα•

    ото ταμιευτήριο.

    4. ο εχίνος του στομάχου των μηρυκαστικών.

    Большой русско-греческий словарь > книжка

  • 80 контроль

    α.
    έλεγχος• εξέταση•

    контроль за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασίας•

    это не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί•

    контроль над производством έλεγχος στην παραγωγή•

    взять под контроль βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο•

    государственный контроль κρατικός έλεγχος.

    || αθρσ. ελεγκτές•

    выставить!- τοποθετώ ελεγκτές.

    Большой русско-греческий словарь > контроль

См. также в других словарях:

  • ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διεθνές Γραφείο Εργασίας — (ΔΓΕ). Οργανισμός που υπάγεται στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Πρόκειται για ανεξάρτητο, ειδικευμένο διεθνή οργανισμό που συνεργάζεται με τον ΟΗΕ. Ο οργανισμός αυτός είναι δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλιών και αποβλέπει στην εναρμόνιση… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»