-
41 ар
-а α.το άρ, μονάδα μέτρησης επιφάνειας ιση με 100 τ.μ. -
42 десятина
-ы θ. παλ.1. ρωσική μονάδα επιφάνειας ίση προς 1,09 του εκταρίου.2. η δεκάτη (φόρος εκκλησιαστικός την εποχή του φεουδαρχισμού). -
43 зеркало
-а πλθ. -ла, -ал ουδ.1. καθρέφτης, κάτοπτρο•ручное зеркало καθρεφτάκι•
смотреться в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη, καθρεφτίζομαι.
|| μτφ. γαλήνη υδάτινης επιφάνειας.2. πλήρης απεικόνηση.3. επιφάνεια. -
44 квадратный
επ.1. τετράγωνος•квадратный стол τετράγωνο τραπέζι.
2. (μαθ.) τετραγωνικός•корень τετραγωνική ρίζα•
-ые меры μέτρα τετραγωνισμού επιφανείας•
квадратный метр τετραγωνικό μέτρο•
-ое уравнение τετραγωνική εξίσωση•
-ые скобки οι αγκύλες.
-
45 малометражный
επ.μικρού εμβαδού, μικρές επιφάνειας•-ая квартира μικρό διαμέρισμα.
-
46 на...
πρόθεμαI.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).
2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•
накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.
4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.II.Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.III.Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.IV.Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого. -
47 надводный
επ.έξαλος•-ая часть судна τα έξαλα.
|| της επιφάνειας στην επιφάνεια πάνω από την επιφάνεια των υδάτων. -
48 надпочвенный
επ.επι της επιφανείας του εδάφους, επιφανειακός. -
49 обрастание
-я ουδ.κάλυψη επιφάνειας (με φυτά, μαλλιά κ.τ.τ.).κτήση, απόκτηση.- -
50 осьминник
-а α. παλ.μέτρο επιφάνειας ίσο με το 1/4 της ντεσιατίνας. -
51 отсвет
-а α.1. αντανάκλαση φωτός γυάλι• σμα επιφάνειας.2. μτφ. αναλαμπή, πρόσκαιρη εκδήλωση (εχεφροσύνης ή ζωτικότητας). -
52 пересечённость
-и θ.ύπαρξη ανώμαλης επιφάνειας. -
53 плоскость
-и θ.1. ομαλότητα (επιφάνειας).(μαθ.) το επίπεδο.2. (γεν. πλθ. -έβ) μτφ. τομέας, σφαίρα, πεδίο•плоскость науки ο τομέας της επιστήμης.
3. πτέρυγα αεροπλάνου.4. παλ. το άχαρες, το άνοστο, το άνάλατο, η σαχλότητα (για αστείο, παρατήρηση). -
54 потение
-я ουδ.ίδρωση, -μα, αφίδρωση,εξίδρωση•потение ног ίδρωμα των ποδιών.
|| κάλυψη επιφάνειας με υδροσταγονίδια•потение сткол ίδρωμα των τζαμιών.
-
55 ступень
-и, γεν. πλθ. -ей κ. -ей θ.1. βαθμίδα, σκαλί, σκαλοπάτι. || εξοχή (επικλινούς ή κατακόρυφης επιφάνειας).2. μτφ. βαθμός•ступень развития и прогресса βαθμός ανάπτυξης και προόδου•
высшая ступень ανώτατος βαθμός.
|| κατηγορία, τάξη•школа второйступеньи δευτεροβάθμιο σχολείο.
|| φθόγγος μουσικός. -
56 топография
-и θ.1. τοπογραφία.2. επ•ιφά-νεια τοποθεσίας• διαμόρφωση επιφάνειας. -
57 триангуляция
-и θ.(ακτινο)τριγωνισμός (επιφάνειας). -
58 эрозия
-и θ.1. (γεωλ.) διάβρωση, περίβρωση.2. (τεχ.) αποσύνθεση της επιφάνειας μετάλλου.3. (ιατρ.)επιφανειακό έλκος.
См. также в других словарях:
ἐπιφανείας — ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem acc pl ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek