Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιφάνειας

  • 41 ар

    α.
    το άρ, μονάδα μέτρησης επιφάνειας ιση με 100 τ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > ар

  • 42 десятина

    θ. παλ.
    1. ρωσική μονάδα επιφάνειας ίση προς 1,09 του εκταρίου.
    2. η δεκάτη (φόρος εκκλησιαστικός την εποχή του φεουδαρχισμού).

    Большой русско-греческий словарь > десятина

  • 43 зеркало

    πλθ. -ла, -ал ουδ.
    1. καθρέφτης, κάτοπτρο•

    ручное зеркало καθρεφτάκι•

    смотреться в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη, καθρεφτίζομαι.

    || μτφ. γαλήνη υδάτινης επιφάνειας.
    2. πλήρης απεικόνηση.
    3. επιφάνεια.

    Большой русско-греческий словарь > зеркало

  • 44 квадратный

    επ.
    1. τετράγωνος•

    квадратный стол τετράγωνο τραπέζι.

    2. (μαθ.) τετραγωνικός•

    корень τετραγωνική ρίζα•

    -ые меры μέτρα τετραγωνισμού επιφανείας•

    квадратный метр τετραγωνικό μέτρο•

    -ое уравнение τετραγωνική εξίσωση•

    -ые скобки οι αγκύλες.

    Большой русско-греческий словарь > квадратный

  • 45 малометражный

    επ.
    μικρού εμβαδού, μικρές επιφάνειας•

    -ая квартира μικρό διαμέρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > малометражный

  • 46 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 47 надводный

    επ.
    έξαλος•

    -ая часть судна τα έξαλα.

    || της επιφάνειας στην επιφάνεια πάνω από την επιφάνεια των υδάτων.

    Большой русско-греческий словарь > надводный

  • 48 надпочвенный

    επ.
    επι της επιφανείας του εδάφους, επιφανειακός.

    Большой русско-греческий словарь > надпочвенный

  • 49 обрастание

    ουδ.
    κάλυψη επιφάνειας (με φυτά, μαλλιά κ.τ.τ.).
    κτήση, απόκτηση.-

    Большой русско-греческий словарь > обрастание

  • 50 осьминник

    α. παλ.
    μέτρο επιφάνειας ίσο με το 1/4 της ντεσιατίνας.

    Большой русско-греческий словарь > осьминник

  • 51 отсвет

    α.
    1. αντανάκλαση φωτός γυάλι• σμα επιφάνειας.
    2. μτφ. αναλαμπή, πρόσκαιρη εκδήλωση (εχεφροσύνης ή ζωτικότητας).

    Большой русско-греческий словарь > отсвет

  • 52 пересечённость

    θ.
    ύπαρξη ανώμαλης επιφάνειας.

    Большой русско-греческий словарь > пересечённость

  • 53 плоскость

    θ.
    1. ομαλότητα (επιφάνειας).
    (μαθ.) το επίπεδο.
    2. (γεν. πλθ. -έβ) μτφ. τομέας, σφαίρα, πεδίο•

    плоскость науки ο τομέας της επιστήμης.

    3. πτέρυγα αεροπλάνου.
    4. παλ. το άχαρες, το άνοστο, το άνάλατο, η σαχλότητα (για αστείο, παρατήρηση).

    Большой русско-греческий словарь > плоскость

  • 54 потение

    ουδ.
    ίδρωση, -μα, αφίδρωση,εξίδρωση•

    потение ног ίδρωμα των ποδιών.

    || κάλυψη επιφάνειας με υδροσταγονίδια•

    потение сткол ίδρωμα των τζαμιών.

    Большой русско-греческий словарь > потение

  • 55 ступень

    -и, γεν. πλθ. -ей κ. -ей θ.
    1. βαθμίδα, σκαλί, σκαλοπάτι. || εξοχή (επικλινούς ή κατακόρυφης επιφάνειας).
    2. μτφ. βαθμός•

    ступень развития и прогресса βαθμός ανάπτυξης και προόδου•

    высшая ступень ανώτατος βαθμός.

    || κατηγορία, τάξη•

    школа второйступеньи δευτεροβάθμιο σχολείο.

    || φθόγγος μουσικός.

    Большой русско-греческий словарь > ступень

  • 56 топография

    θ.
    1. τοπογραφία.
    2. επ•ιφά-νεια τοποθεσίας• διαμόρφωση επιφάνειας.

    Большой русско-греческий словарь > топография

  • 57 триангуляция

    θ.
    (ακτινο)τριγωνισμός (επιφάνειας).

    Большой русско-греческий словарь > триангуляция

  • 58 эрозия

    θ.
    1. (γεωλ.) διάβρωση, περίβρωση.
    2. (τεχ.) αποσύνθεση της επιφάνειας μετάλλου.
    3. (ιατρ.)
    επιφανειακό έλκος.

    Большой русско-греческий словарь > эрозия

См. также в других словарях:

  • ἐπιφανείας — ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem acc pl ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… …   Dictionary of Greek

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

  • εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»