Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιτροπή

  • 61 горком

    α., επιτροπή πόλης.

    Большой русско-греческий словарь > горком

  • 62 делегация

    θ.
    αντιπροσωπεία, αποστολή, επιτροπή•

    торговая делегация εμπορική αντιπροσωπεία.,

    Большой русско-греческий словарь > делегация

  • 63 депутация

    θ.
    αντιπροσωπεία, επιτροπή, πληρεξούσιοι•

    принять -ю δέχομαι αντιπροσωπεία.

    Большой русско-греческий словарь > депутация

  • 64 жюри

    άκλ.
    1. ουδ. (αθρσ.) οι κριτές, η κριτική επιτροπή.
    2. α. παλ. αθλ. διαιτητής.

    Большой русско-греческий словарь > жюри

  • 65 забастовочный

    επ.
    απεργιακός•

    -ое движение απεργιακό κίνημα•

    забастовочный комитет απεργιακή επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > забастовочный

  • 66 завком

    α. (заводской комитет) εργοστασιακή επιτροπή (συνδικαλιστική).

    Большой русско-греческий словарь > завком

  • 67 законодательный

    επ.
    νομοθετικός•

    законодательный орган νομοθετικό όργανο•

    -ая власть νομοθετική εξουσία•

    -ая комиссия νομοθετική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > законодательный

  • 68 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 69 инвентаризационный

    επ.
    της περιουσιακής απογραφής•

    -ая комиссия επιτροπή περιουσιακής καταγραφής.

    Большой русско-греческий словарь > инвентаризационный

  • 70 исполком

    α. (исполнительный комитет)• εκτελεστική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > исполком

  • 71 кодификационный

    επ.
    της κωδικοποίησης•

    -ая комиссия επιτροπή κωδικοποίησης.

    Большой русско-греческий словарь > кодификационный

  • 72 комсод

    α.
    επιτροπή συνδρομών.

    Большой русско-греческий словарь > комсод

  • 73 конфликтный

    επ.
    της σύγκρουσης. || της φιλονικίας, της διένεξης•

    разбор -го дела εξέταση της διένεξης•

    -ая комиссия επιτροπή εξέτασης διένεξης.

    Большой русско-греческий словарь > конфликтный

  • 74 котировочный

    επ.
    της διατίμησης•

    -ая комиссия επιτροπή διατίμησης.

    Большой русско-греческий словарь > котировочный

  • 75 мандатный

    επ.
    εντεταλμένος πληρεξούσιος•

    -ая комиссия επιτροπή ελέγχου (εντεταλμένη).

    Большой русско-греческий словарь > мандатный

  • 76 медкомиссия

    θ.
    υγειονομική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > медкомиссия

  • 77 местком

    α.
    τοπική επιτροπή συνδικάτου.

    Большой русско-греческий словарь > местком

  • 78 образовать

    -зую, -зуешь, μτχ. ενστ. образующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. образованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, διαμορφώνω, κάνω•

    три линии -уют треугольник τρεις γραμμές κάνουν τρίγωνο•

    дорога -ует полукруг ο δρόμος κάνει ημικύκλιο.

    || ιδρύω, δημιουργώ, συγκροτώ, φτιάχνω•

    образовать комиссию συγκροτώ επιτροπή•

    образовать драмкружок ιδρύω δραματικό όμιλο.

    || αποτελώ.
    1. ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. τακτοποιούμαι.
    ρ.δ. и. σ. παλ. μορφώνω. || τελειοποιώ.
    μορφώνομαι, εκπαιδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > образовать

  • 79 организационный

    επ.
    οργανωτικός•

    -ые мероприятия οργανωτικά μέτρα•

    -ые вопросы οργανωτικά• ζητήματα•

    организационный комитет οργανωτική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > организационный

  • 80 организовать

    -зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ. κ. σ.μ.
    1. οργανώνω συγκροτώ•

    организовать спортивное общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο•

    организовать комитет συγκροτώ επιτροπή.

    || μτφ. (προ)ετοιμάζω.
    2. διοργανώνω.
    3. τακτοποιώ, διευθετώ•

    организовать свой труд οργανώνω την εργασία μου.

    1. οργανώνομαι.
    2. διοργανώνομαι.
    3. τακτοποιούμα ι, διευθετούμαι,.

    Большой русско-греческий словарь > организовать

См. также в других словарях:

  • ἐπιτροπή — reference fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτροπῇ — ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres ind mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj act 3rd sg ἐπιτροπή reference fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… …   Dictionary of Greek

  • Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας — Όργανο του επαναστατικού καθεστώτος στη Γαλλία (1793). Την αποτελούσαν 12 μέλη και συγκροτήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, που το 1792 ανακήρυξε την Α’ Δημοκρατία. Σε αυτήν, που γρήγορα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, δέσποζαν οι μορφές του… …   Dictionary of Greek

  • Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίας, Επιτροπή Κοινής- — (Comite du Salut Public). Επιτροπή της γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης που συγκροτήθηκε στις 6 Απριλίου 1793. Η Επιτροπή είχε εννέα μέλη, ανάμεσα στα οποία και οι Δαντών, Μπαρέρ και Καμπόν. Σκοπός της ήταν η λήψη μέτρων για την απόκρουση της… …   Dictionary of Greek

  • Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»