-
1 επιστημονική
-
2 ἐπιστημονικῇ
-
3 επιστημονική
-
4 ἐπιστημονική
-
5 научный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноεπιστημονικός, της επιστήμης•-ое открытие επιστημονική ανακάλυψη•
-ая деятельность επιστημονική δραστηριότητα ή δράση•
-ые про-изведния επιστημονικά έργα•
-ое обоснование επιστημονική στήριξη.
-
6 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
7 научный
научный επιστημονικός·\научныйая работа η επιστημονική εργασία· \научный работник о επιστήμονας* * *нау́чная рабо́та — η επιστημονική εργασία
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
8 экспедиция
экспедиция ж η αποστολή; научная \экспедиция η επιστημονική αποστολή* * *жη αποστολήнау́чная экспеди́ция — η επιστημονική αποστολή
-
9 деятельность
1. (работа, занятие) η δραστηριότητα, η δράση 2. (ο работе каких-л. органов, о действии сил природы и т.п) η λειτουργία, η ενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деятельность
-
10 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
11 коллоквиум
1. (в вузе) η προφορική εξέταση (μέσω συνέντευξης) 2. (научное собрание) η θεματική (επιστημονική) συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коллоквиум
-
12 мысль
1. (мыслительный процесс) η σκέψη, ο στοχασμός 2. (продукт мышления) η σκέψη, η ιδέα, (убеждение, взгляд) η άποψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мысль
-
13 научно-исследовательский
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > научно-исследовательский
-
14 НОТ
(Научная Организация Труда) η επιστημονική οργάνωση της εργασίας/πα-ραγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > НОТ
-
15 обоснование
η τεκμηρίωση, η αιτιολόγησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обоснование
-
16 общественность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественность
-
17 открытие
1. (освобождение от чего-л. закрывающего) το άνοιγμα 2. (обнаружение) η ανακάλυψη, η εφεύρεση 3. (обнародование) η γνωστοποίηση, η δημοσιοποίηση 4. (начало существования, деятельности) η έναρξη, τα εγκαίνια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытие
-
18 реферат
η σύντομη (επιστημονική) έκθεση, η περίληψη (επιστημονικού) έργου, έκθεσης, άρθρου κ.λπ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реферат
-
19 реферировать
(делать реферат ο чем-л.) εισηγούμαι, κάνω σύντομη (επιστημονική) έκθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реферировать
-
20 сотрудничество
η συνεργασί/αη σύμπραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрудничество
См. также в других словарях:
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικῇ — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονική — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία … Dictionary of Greek
αίγιθος — Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων. Ζουν στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που βρίσκονται στην τροπική ζώνη. Είναι μικρά σε μέγεθος, έως 1,5 εκ., και έχουν μαύρο και, πολύ συχνά, σκούρο μπλε χρώμα. Οι α. πολλαπλασιάζονται … Dictionary of Greek
αγκωνιαίος — Επιστημονική ονομασία του μικρού πυραμιδοειδούς μυός, που βρίσκεται στο πίσω μέρος της επιφάνειας του αγκώνα και στον οποίο οφείλεται η ικανότητά του να εκτείνεται. * * * αία, αίο [αγκώνας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγκώνα … Dictionary of Greek
αιγωλιός — Επιστημονική ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγομόρφων. Ζουν σε δεντρόφυτες περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντώνται στις δασώδεις εκτάσεις της Στερεάς και της Μακεδονίας και φωλιάζουν… … Dictionary of Greek
αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… … Dictionary of Greek
ψυχογλωσσολογία — Επιστημονική έρευνα της γλωσσικής συμπεριφοράς και των διαδικασιών που την προσδιορίζουν. Η ψ. γεννήθηκε από τη συνεργασία γλωσσολόγων και ψυχολόγων, από τους οποίους οι πρώτοι επεδίωκαν να επισημάνουν, στον χώρο των νοητικών και ψυχικών… … Dictionary of Greek
αιγειρία — Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδόπτερων εντόμων. Είναι πεταλούδες, ιθαγενείς της Αμερικής, που έχουν μεγάλα φτερά με έντονους χρωματισμούς, ενώ οι κεραίες τους καταλήγουν σε μια ροπαλοειδή απόφυση … Dictionary of Greek