-
101 ἐνθουσιαζούσαις
-
102 ενθουσιαζόμενοι
-
103 ἐνθουσιαζόμενοι
-
104 ενθουσιαζόμενος
-
105 ἐνθουσιαζόμενος
-
106 ενθουσιασθήναι
-
107 ἐνθουσιασθῆναι
-
108 ενθουσιασθείς
-
109 ἐνθουσιασθείς
-
110 ενθουσιασθήσει
-
111 ἐνθουσιασθήσει
-
112 ενθουσιάζειν
-
113 ἐνθουσιάζειν
-
114 ενθουσιάζεσθαι
-
115 ἐνθουσιάζεσθαι
-
116 ενθουσιάζοντες
-
117 ἐνθουσιάζοντες
-
118 ενθουσιάζοντος
-
119 ἐνθουσιάζοντος
-
120 ενθουσιάζουσα
См. также в других словарях:
ἐνθουσιάζω — to be inspired pres subj act 1st sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιάζω — ενθουσιάζω, ενθουσίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθουσιαζόντων — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut gen pl ἐνθουσιάζω to be inspired pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζει — ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind mp 2nd sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζον — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc voc sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζουσι — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζουσιν — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαζομένοις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαζούσαις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)