Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ενεργώ

  • 21 наступление

    наступление I
    с ἡ ἐπίθεση [-ις]:
    перейти́ в \наступление περνῶ σ'έπίθεση· вести́ \наступление ἐνεργῶ ἐπίθεση.
    наступление II
    с (времени, событий) ὁ ἐρχομός, ἡ ἀρχή:
    с \наступлением ночи οταν βραδιάσει, μέ τό σούρουπο· с \наступлением зимы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα.

    Русско-новогреческий словарь > наступление

  • 22 нахрапом

    нахрапом
    нареч разг μέ τόλμη, μέ τό ζόρι:
    действовать \нахрапом ἐνεργῶ μέ θράσος.

    Русско-новогреческий словарь > нахрапом

  • 23 одиночка

    одиноч||ка 1. μ, ж ὁ μόνος, ὁ ὁλομόναχος:
    жить \одиночкакой ζῶ ὁλομόναχος·
    2. ж (камера) разг τό κελλί· ◊ куста́рь-· \одиночка ὁ μικροβιοτέχνης· действовать в \одиночкаку ἐνεργώ μόνος.

    Русско-новогреческий словарь > одиночка

  • 24 опаска

    опас||ка
    ж:
    с \опаскакой разг μέ προσοχή· действовать с \опаскакой ἐνεργῶ μέ προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > опаска

  • 25 открытый

    открыт||ый
    1. прич. от открыть·
    2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·
    3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:
    \открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ
    4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:
    с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·
    5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:
    вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·
    6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:
    \открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα.

    Русско-новогреческий словарь > открытый

  • 26 подвизаться

    подвизаться
    несов ἐνεργώ, ἐργάζομαι:
    \подвизаться на литературном поприще ἐργάζομαι στόν λογοτεχνικό τομέα

    Русско-новогреческий словарь > подвизаться

  • 27 подействовать

    подействова||ть
    сов ἐπιδρώ, (ἐπ)ενεργῶ:
    лека́рство \подействоватьло τό γιατρικό ἐνήργησε.

    Русско-новогреческий словарь > подействовать

  • 28 совееть

    совеет||ь
    ж ἡ συνείδηση [-ις]:
    свобода \совеетьи ἐλευθερία τής συνείδησης· угрызения \совеетьи οἱ τύψεις συνειδήσεως· поступать по (против) \совеетьи ἐνεργώ σύμφωνα (αντίθετα) μέ τή συνείδηση μου· делать что-л. на \совееть κάνω κάτι εὐσυνείδητα· не иметь \совеетьи δέν ἔχω φιλοτιμο· для очистки \совеетьи γιά νά ἔχω καθαρή τή συνείδηση μου· без зазрения \совеетьи ξεδιάντροπα ἀσυστόλως по \совеетьи говоря γιά νά μιλήσουμε εἰλικρινά.

    Русско-новогреческий словарь > совееть

  • 29 совместно

    совместн||о
    нареч μαζί, ὀμοῦ, ἀπό κοινοῦ:
    владеть \совместно κατέχω ἀπό κοινοῦ, συγκατέχω· действовать \совместно ἐνεργώ ἀπό κοινοῦ μέ κάποιον \совместно обсуждать вопрос συζητοῦμε μαζί τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > совместно

  • 30 сообразно

    сообразн||о
    нареч σύμφωνα μέ, συμ-φώνως προς, ἀνάλογα:
    поступать \сообразно с законом ἐνεργώ σύμφωνα μέ τόν νόμο.

    Русско-новогреческий словарь > сообразно

  • 31 сообща

    сообща
    нареч ἀπό κοινοῦ, μαζί:
    действовать \сообща ἐνεργώ ἀπό κοινοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > сообща

  • 32 соответствующий

    1. прич. от соответствовать· 2.
    соответств||ующий
    1. прич. от соответствовать· 2.
    прил (чему-л.) ἀντίστοιχος·
    3. прил (подходящий) κατάλληλος:
    поступать \соответствующийующим образом ἐνεργῶ μέ τόν κατάλληλο τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > соответствующий

  • 33 угроза

    угроз||а
    ж ἡ ἀπειλἡ, ἡ φοβέρα/ ὁ κίνδυνος (опасность):
    \угроза войны ἡ ἀπειλή πολέμου· действовать \угрозаами ἐνεργώ μέ ἀπειλές· под \угрозаой чего-л. ὑπό τήν ἀπει-λήν ставить под \угрозау ἀπειλώ· прибегать к \угрозаам καταφεύγω σέ ἀπειλές.

    Русско-новогреческий словарь > угроза

  • 34 умно

    умно
    нареч ἔξυπνα, εὐφυώς/ λογικά, γνωστικά (благоразумно):
    говорить \умно» ὁμιλώ λογικά· действовать \умно ἐνεργώ ἔξυπνα.

    Русско-новогреческий словарь > умно

  • 35 хлопотать

    хлопот||ать
    несов
    1. ἀσχολούμαι, καταγίνομαι, κοπιάζω:
    \хлопотать по хозяйству ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (о чем-либо) φροντίζω, κάνω ἐνέργειες·
    3. (за кого-л.) ἐνεργώ γιά κάποιον, μεσολαβώ.

    Русско-новогреческий словарь > хлопотать

  • 36 шаблон

    шаблон
    м
    1. (образец) τό καλούπι, ὁ τύπος/ τό ἀχνάρι (рисунка)·
    2. перен τό στερεότυπο, τό καλούπι, действовать по \шаблону ἐνεργώ στερεότυπα.

    Русско-новогреческий словарь > шаблон

  • 37 действовать

    [ντιέιστβαβατ'] ρ. ενεργώ

    Русско-греческий новый словарь > действовать

  • 38 действовать

    [ντιέιστβαβατ'] ρ ενεργώ

    Русско-эллинский словарь > действовать

  • 39 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 40 воровски

    επίρ.
    κλέφτικα, σαν κλέφτης•

    поступать воровски ενεργώ κλέφτικα.

    Большой русско-греческий словарь > воровски

См. также в других словарях:

  • ενεργώ — ενεργώ, ενήργησα (σπάν. ενέργησα) βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνεργῶ — ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργῷ — ἐνεργός at work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] …   Dictionary of Greek

  • εφεσιβάλλω — ενεργώ έφεση εναντίον αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου για μεταβίβαση τής υποθέσεως σε ανώτερο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεσις + βάλλω. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • κατάσχω — ενεργώ κατάσχεση, δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά σχω τού ρ. κατ έχω. Κατ άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • παρασκοτίζω — ενεργώ με τρόπο ενοχλητικό εις βάρος άλλου κουράζοντάς τον …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»