-
21 нескрываемый
нескрываем||ыйприл φανερός / εἰλικρινής (откровенный):\нескрываемыйое огорчение φανερή λύπη· \нескрываемыйое презрение ἡ ἀπροκάλυπτη περιφρόνηση. -
22 откровенный
откровенныйприл1. εἰλικρινής, ανοιχτός, παρρησιαστικός·2. (очевидный, явный) Εκδηλος, φανερός:выказать \откровенныйное презрение εκφράζω φανερή περιφρόνηση. -
23 открытый
открыт||ый1. прич. от открыть·2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:\открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:\открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα. -
24 правдивый
правди́в||ыйприл φιλαλήθης, ἀψευδής / εἰλικρινής (искренний). -
25 простосердечный
простосердечныйприл ἀνυπόκριτος, ἀνοιχτόκαρδος/ εἰλικρινής (искренний). -
26 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
27 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
28 искренний
[ίσκριννιΐ] επ. ειλικρινής -
29 откровенный
[ατκραβιέννυΤ] εκ. ειλικρινής -
30 чистосердечный
[τσιστασιρντιέτσνυϊ] εκ. ειλικρινής -
31 искренний
[ίσκριννιϊ] επ ειλικρινής -
32 откровенный
[ατκραβιέννυΤ] επ ειλικρινής -
33 чистосердечный
[τσιστασιρντιέτσνυϊ] επ ειλικρινής -
34 закадычный
επ.εγκάρδιος, ειλικρινής, επιστήθιος, στενός•закадычный друг ή приятель επιστήθιος φίλος•
-ая дружба στενή φιλία.
-
35 исповедь
-и θ.1. (εκκλσ.) εξομολόγηση.2. μτφ. αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία, ειλικρινής ομολογία. -
36 недвусмысленный
επ., βρ: -лен, -ленна, -оόχι διπλοπρόσωπος • ανυπόκριτος, ειλικρινής, ευθύς, ίσιος. -
37 неподдельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμη πλαστός απαραποίητος έγκυρος, γνήσιος, πραγματικός• ακίβδηλος, απαραχάρακτος. || ειλικρινής• απροσποίητος, φυσικός. -
38 неприкрытый
επ.1. λίγο ανοιχτός, μισοκλεισμένος, φιρός•-ая дверь φιρή πόρτα.
2. ασκεπής, ασκέπαστος, ακάλυπτος. || μτφ. απροκάλυπτος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος.3. μτφ. ειλικρινής, απροφάσιστος, απροσχημάτιστος•-ая правда καθαρή αλήθεια.
-
39 непритворный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαπροσποίητος, ανεπιτήδευτος ανυπόκριτος άδολος, ειλικρινής. -
40 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο.
См. также в других словарях:
εἱλικρινής — εἰλικρινής , εἰλικρινής unmixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινής — unmixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… … Dictionary of Greek
ειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, ουδ. πληθ. ή, επίρρ. ά που εκφράζεται απροκάλυπτα, ανυπόκριτος, φιλαλήθης, απροσποίητος: Ειλικρινής φίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰλικρινῆ — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εἰλικρινής unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινέστερον — εἰλικρινής unmixed adverbial comp εἰλικρινής unmixed masc acc comp sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινεστάτων — εἰλικρινής unmixed fem gen superl pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινεστέρων — εἰλικρινής unmixed fem gen comp pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινέα — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινές — εἰλικρινής unmixed masc/fem voc sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινέστατα — εἰλικρινής unmixed adverbial superl εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)