-
1 δουλεία
δουλείᾱ, δούλειοςslavish: fem nom /voc /acc dualδουλείᾱ, δούλειοςslavish: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)δουλείᾱ, δουλείαslavery: fem nom /voc /acc dualδουλείᾱ, δουλείαslavery: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δουλείᾱͅ, δούλειοςslavish: fem dat sg (attic doric aeolic)δουλείᾱͅ, δουλείαslavery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δουλεία
δουλεία, ας, ἡ (δουλία Tdf.; Pind.+)① the state or condition of being held as chattel by another, slavery (the basic perspective of the ancient world that one can be owned by only one master is expressed Mt 6:24; Lk 16:13) μέχρι δουλείας ἐλθεῖν come into slavery of Joseph (TestJos 1:5; 10:3) 1 Cl 4:9; ἑαυτὸν παραδιδόναι εἰς δ. give oneself up to slavery 55:2.② state or condition of being subservient, servility, fig. ext. of mng. 1 (Herm. Wr. Fgm. II B p. 392, 10 Sc.; Mel., P. 49, 353 and 67, 477) πνεῦμα δ. a spirit of servility Ro 8:15. Fear of death leads to slavery Hb 2:15. Of serving the Mosaic law (cp. Lucian, Abdic. 23 ὑπὸ δουλείαν γενέσθαι νόμου) ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθαι be held fast in a yoke of slavery Gal 5:1; cp. 4:24; δ. τῆς φθορᾶς Ro 8:21. Of Christ’s life on earth Hs 5, 6, 7.—DELG s.v. δοῦλο. M-M. EDNT. TW. Sv. -
3 δουλείᾳ
Βλ. λ. δουλεία -
4 δούλεια
δούλειοςslavish: neut nom /voc /acc plδούλειοςslavish: neut nom /voc /acc pl -
5 δουλεία
-ας + ἡ N 1 13-10-5-14-3=45 Gn 30,26; Ex 6,6; 13,3.14; 20,2slavery, bondage Ex 6,6; service Ezr 6,18; service, labour, toil Ps 103(104),14; service for hire 1 Kgs 5,20*1 Sm 14,40 εἰςδουλείαν to slavery-עבד/ל for MT עבר/ל on one side; *Est 7,4 δουλείαν slavery-עבד for MT אבד annihilation, to be annihilatedCf. DANIEL, S. 1966 56-64.112-115; →NIDNTT; TWNT -
6 δουλεία
A slavery, bondage, ll. cc., A.Th. 253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag. 360(anap.), S.Aj. 944(lyr.);δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V. 602
; ἡ τῶν κρεισσόνων δ. imposed by them, Th.1.8;ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R. 469c
; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9.II collectively, slaves, ; ἢν.. ἡ δ. ἐπανιστῆται if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23;ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg. 776d
;τὰς.. Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol. 1264a36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλεία
-
7 δουλειά
1) assignment2) business3) job4) servitude5) task6) workΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δουλειά
-
8 δουλεία
slaveryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δουλεία
-
9 δουλείας
δουλείᾱς, δούλειοςslavish: fem acc plδουλείᾱς, δούλειοςslavish: fem gen sg (attic doric aeolic)δουλείᾱς, δουλείαslavery: fem acc plδουλείᾱς, δουλείαslavery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 δουλείαι
δουλείᾱͅ, δούλειοςslavish: fem dat sg (attic doric aeolic)δουλείᾱͅ, δουλείαslavery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 δουλείαν
δουλείᾱν, δούλειοςslavish: fem acc sg (attic doric aeolic)δουλείᾱν, δουλείαslavery: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 δουληίην
δουλείαslavery: fem acc sg (epic ionic) -
13 δουλείαι
-
14 δουλεῖαι
-
15 δουλειών
-
16 δουλειῶν
-
17 δουλείαις
δούλειοςslavish: fem dat plδουλείαslavery: fem dat pl -
18 δουλείη
δούλειοςslavish: fem nom /voc sg (epic ionic)δουλείαslavery: fem nom /voc sg (epic ionic) -
19 δουλείην
δούλειοςslavish: fem acc sg (epic ionic)δουλείαslavery: fem acc sg (epic ionic) -
20 δουλείης
δούλειοςslavish: fem gen sg (epic ionic)δουλείαslavery: fem gen sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)