-
1 потому
потому να γιατί, γι'αυτό· \потому что διότι, επειδή* * *να γιατί, γι’αυτόпотому́ что — διότι, επειδή
-
2 так
так 1) (таким образом) έτσι, μ'αυτό τον τρόπο 2) -(настолько) τόσο; \так много τόσο πολύ 3) (утверждение) έτσι ◇ так себе έτσι κι έτσι· \так как γιατί, διότι, επειδή* * *1) ( таким образом) έτσι, μ’αυτό τον τρόπο2) ( настолько) τόσοтак мно́го — τόσο πολύ
3) ( утверждение) έτσι••та́к себе — έτσι κι έτσι
так как — γιατί, διότι, επειδή
-
3 потому
потому1. нареч διότι, γιατί, γι ' αὐτό, ἀκριβώς γι· αὐτό:мне некогда, \потому-то я и не могу́ прийти δέν ἔχω καιρό καί ἀκριβώς γι ' ἀετό δέν μπορώ νά ἐλθω· 2.:\потому что союз διότι, ἐπειδή, γιατί. -
4 ибо
ибо союз книжн. γιατί, διότι. и́ва ж ἡ Ιτιά, ἡ Ιτέα:плакучая \ибо ἡ κλαίουσα ἰτέα. -
5 ибо
[ίμπα] σύνδ. γιατί, διότι -
6 ибо
[ίμπα] σύνδ γιατί, διότι -
7 поелику
σύνδ. παλ.επειδή, αφού• γιατί, διότι. -
8 понеже
σύνδ. παλ.επειδή, γιατί, διότι. -
9 As
adv.Of cause, because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁδούνεκα, εὖτε.Of comparison: P. and V. ὡς, ὥσπερ, οἷα, Ar. and P. καθάπερ, V. ὥστε, ὅπως, ἅπερ, ὁποία; see also Like.In the way in which: P. and V. ὡς, ὥσπερ, V., ὅπως.As if: P. and V. ὡσπερεί.As far as: see under Far.As for, prep.: P. and V. κατά (acc.), ἐπί (dat.), ἕνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.).As for your question: V. ὃ δʼ οὖν ἐρωτᾶτε (Æsch., P.V. 226).As it is: P. and V. νῦν, νυνί (Eur., Supp. 605, but rare V.; also Ar.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > As
-
10 Because
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Because
-
11 Conjecture
v. trans. and intrans.P. and V. εἰκάζειν, συμβάλλειν, στοχάζεσθαι (gen. or absol.), τεκμαίρεσθαι, δοξάζειν, τοπάζειν, V. ἐπεικάζειν.Estimate: P. and V. σταθμᾶσθαι.Easy to conjecture, adj.: V. εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος.Hard to conjecture: V. δυστόπαστος.——————subs.P. δόξασμα, τό, P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ.Many conjectures are made to explain why ( the ships) did not arrive: P. διότι οὐκ ἦλθον αἱ νῆες πολλαχῇ εἰκάζεται (Thuc. 8, 87).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conjecture
-
12 For
prep.On account of: P. and V. διά (acc.). ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.).On the ground of: P. and V. ἐπί (dat.).Be pitied for: P. ἐλεεῖσθαι ἐπί (dat.).Be admired for: P. θαυμάζεσθαι ἐπί (dat.).Renowned for: P. εὐδόκιμος εἰς (acc.) (Plat., Ap. 29D).Have reputation for: P. εὐδοκιμεῖν ἐπί (dat.).On a charge of: P. and V. ἐπί (dat.).For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), διά acc.), πρό (gen.). ὑπέρ (gen.), χάριν gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκαAgainst: see Against.For the purpose of: P. and V. εἰς (acc.), ἐπί (dat.).He levied money for the navy: P. ἠγυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8. 3).He would have asked twenty drachmas for a cloak: Ar. δραχμὰς ἂν ἤτησʼ εἴκοσιν εἰς ἱμάτιον (Plut., 982).To fetch: P. and V. ἐπί (acc.).Expressing duration of time, use the acc.Provisions for three days: P. σιτία τριῶν ἡμερῶν.Expressing space traversed, put the acc.For six or seven furlongs the Plataeans took the road for Thebes: P. ἐπὶ ἓξ ἢ ἕπτα σταδίους οἱ Πλαταιῆς τὴν ἐπὶ τῶν Θηβῶν ἐχώρησαν (Thuc. 3, 24).In limiting sense: P. and V. ὡς.Faithful for a herdsman: V. πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ (Soph., O.R. 1118).Had it not been for: P. εἰ μὴ διά (acc.) (Dem. 370).——————conj.P. and V. γάρ, καὶ γάρ.Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > For
-
13 Since
prep.P. and V. ἐκ (gen.), ἀπό (gen.).After: P. and V. μετά (acc.).Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου·A country uninjured since the Persian war: P. χώρα ἀπαθὴς οὖσα ἀπὸ τῶν Μηδικῶν. (Thuc. 8, 24.)——————adv.Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.From the time when: P. and V. ἐξ οὗ, ἀφʼ οὗ, ἐξ ὅτου, V. ἀφʼ οὗπερ ἐξ οὗτε, ἐπεί, P. ἐπειδήπερ, Ar. and V. ἐξ οὗπερ.Ago, from this time: use P. and V. ἐκ τούτου, ἐκ τοῦδε.From that time: P. and V. ἐξ ἐκείνου.Where ever since the gods possess a court honest and loyal: ἵνʼ εὐσεβεστάτη ψῆφος βεβαία τʼ ἐστὶν ἔκ γε τοῦ θεοῖς (Eur., El. 1262).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Since
-
14 That
pron.At that place: P. and V. ἐκεῖ.From that place: P. and V. ἐκεῖθειν, V. κεῖθεν.In that case: P. ἐκείνως.In that way: P. ἐκείνῃ, Ar. and V. κείνῃ (Eur., Alc. 529).And that too: P. and V. καὶ ταῦτα (Æsch., Eum. 112).——————conj.After verbs of saying: P. and V. ὅτι, ὡς, V. ὁθούνεκα, οὕνεκα.In order that: P. and V. ἵνα, ὅπως, ὡς.So that: P. and V. ὥστε.In that, because: P. and V. ὅτι, V. ὁθούνεκα, οὕνεκα, P. διότι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > That
-
15 Why
adv.Interrogative: P. and V. τί, τοῦ χάριν (Dem. 490). P. διὰ τί, τοῦ ἕνεκα (Dem. 1104), ἀντὶ τίνος (Plat., Lys. 208E), V. πρὸς τί, ἀντὶ τοῦ, εἰς τί, τί χρῆμα, τίνος ἕκατι, ἐκ τοῦ (Eur., El. 246), τίνος χάριν.For what purpose: P. and V. ἐπὶ τῷ (Soph., Aj. 797).Indirect: P. διότι; V. ἀνθʼ ὅτου, or see the direct forms.Why not: V. τί μή.Why so: Ar. τιή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Why
-
16 çünkü
γιατί, επειδή, διότι, καθότι -
17 için
για, διά, επειδή, διότι -
18 zira
γιατί, επειδή, διότι, καθότι -
19 car
1) γιατί2) διότι -
20 neboť
1) γιατί2) διότι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διότι — because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διότι — (AM διότι) (σύνδ. αιτιολ.) γι αυτό, γι αυτόν τον λόγο αρχ. 1. (σε πλάγια ερώτηση) για ποιόν λόγο 2. ότι 3. (επιτατ.) διότιπερ γιατί ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + ότι*] … Dictionary of Greek
διότιπερ — διότι , διότι because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek