Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διότι

  • 1 потому

    потому να γιατί, γι'αυτό· \потому что διότι, επειδή
    * * *
    να γιατί, γι’αυτό

    потому́ что — διότι, επειδή

    Русско-греческий словарь > потому

  • 2 так

    так 1) (таким образом) έτσι, μ'αυτό τον τρόπο 2) -(настолько) τόσο; \так много τόσο πολύ 3) (утверждение) έτσι ◇ так себе έτσι κι έτσι· \так как γιατί, διότι, επειδή
    * * *
    1) ( таким образом) έτσι, μ’αυτό τον τρόπο
    2) ( настолько) τόσο

    так мно́го — τόσο πολύ

    3) ( утверждение) έτσι
    ••

    та́к себе — έτσι κι έτσι

    так как — γιατί, διότι, επειδή

    Русско-греческий словарь > так

  • 3 потому

    потому
    1. нареч διότι, γιατί, γι ' αὐτό, ἀκριβώς γι· αὐτό:
    мне некогда, \потому-то я и не могу́ прийти δέν ἔχω καιρό καί ἀκριβώς γι ' ἀετό δέν μπορώ νά ἐλθω· 2.:
    \потому что союз διότι, ἐπειδή, γιατί.

    Русско-новогреческий словарь > потому

  • 4 ибо

    ибо союз книжн. γιατί, διότι. и́ва ж ἡ Ιτιά, ἡ Ιτέα:
    плакучая \ибо ἡ κλαίουσα ἰτέα.

    Русско-новогреческий словарь > ибо

  • 5 ибо

    [ίμπα] σύνδ. γιατί, διότι

    Русско-греческий новый словарь > ибо

  • 6 ибо

    [ίμπα] σύνδ γιατί, διότι

    Русско-эллинский словарь > ибо

  • 7 поелику

    σύνδ. παλ.
    επειδή, αφού• γιατί, διότι.

    Большой русско-греческий словарь > поелику

  • 8 понеже

    σύνδ. παλ.
    επειδή, γιατί, διότι.

    Большой русско-греческий словарь > понеже

  • 9 As

    adv.
    Of time, P. and V. ὅτε, ὡς, ἡνκα, V. εὖτε.
    Of cause, because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁδούνεκα, εὖτε.
    Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή, ἐπείπερ, Ar. and P. ἐπειδήπερ.
    Of comparison: P. and V. ὡς, ὥσπερ, οἷα, Ar. and P. καθπερ, V. ὥστε, ὅπως, περ, ὁποία; see also Like.
    In the way in which: P. and V. ὡς, ὥσπερ, V., ὅπως.
    As if: P. and V. ὡσπερεί.
    As far as: see under Far.
    As quickly as possible: P. and V. ὡς τχιστα, ὅσον τχιστα.
    As soon as: P. and V. ὡς τχιστα, ἐπεὶ τχιστα, P. ἐπειδὴ τάχιστα, V. ὅπως τχιστα.
    As for, prep.: P. and V. κατ (acc.), ἐπ (dat.), ἕνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.).
    As for your question: V. ὃ δʼ οὖν ἐρωτᾶτε (Æsch., P.V. 226).
    As it is: P. and V. νῦν, νυνί (Eur., Supp. 605, but rare V.; also Ar.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > As

  • 10 Because

    conj.
    P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.
    Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή; see Since.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Because

  • 11 Conjecture

    v. trans. and intrans.
    P. and V. εἰκάζειν, συμβάλλειν, στοχάζεσθαι (gen. or absol.), τεκμαίρεσθαι, δοξάζειν, τοπάζειν, V. ἐπεικάζειν.
    Estimate: P. and V. σταθμᾶσθαι.
    Suspect: P. and V. ποπτεύειν, πονοεῖν.
    Easy to conjecture, adj.: V. εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος.
    Hard to conjecture: V. δυστόπαστος.
    ——————
    subs.
    P. δόξασμα, τό, P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ.
    Suspicion: P. and V. πόνοια, ἡ, ποψία, ἡ.
    Many conjectures are made to explain why ( the ships) did not arrive: P. διότι οὐκ ἦλθον αἱ νῆες πολλαχῇ εἰκάζεται (Thuc. 8, 87).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conjecture

  • 12 For

    prep.
    On account of: P. and V. δι (acc.). ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.).
    On the ground of: P. and V. ἐπ (dat.).
    Be pitied for: P. ἐλεεῖσθαι ἐπί (dat.).
    Be admired for: P. θαυμάζεσθαι ἐπί (dat.).
    Renowned for: P. εὐδόκιμος εἰς (acc.) (Plat., Ap. 29D).
    Have reputation for: P. εὐδοκιμεῖν ἐπί (dat.).
    On a charge of: P. and V. ἐπ (dat.).
    For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), δι acc.), πρό (gen.). πέρ (gen.), χριν gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκα
    ( Fear) for: P. and V. περ (dat.), ἀμφ (dat.), πέρ (gen.).
    ( Contend) for one's life: P. and V. περὶ ψυχῆς.
    In place of, or in exchange for: P. and V. ἀντ (gen.).
    In favour of: P. and V. πέρ (gen.). πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D); see Favour.
    Against: see Against.
    For the purpose of: P. and V. εἰς (acc.), ἐπ (dat.).
    He levied money for the navy: P. ἠγυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8. 3).
    He would have asked twenty drachmas for a cloak: Ar. δραχμὰς ἂν ἤτησʼ εἴκοσιν εἰς ἱμάτιον (Plut., 982).
    To fetch: P. and V. ἐπ (acc.).
    In search of: P. and V. κατ (acc.).
    Expressing duration of time, use the acc.
    Provisions for three days: P. σιτία τριῶν ἡμερῶν.
    Expressing space traversed, put the acc.
    For six or seven furlongs the Plataeans took the road for Thebes: P. ἐπὶ ἓξ ἢ ἕπτα σταδίους οἱ Πλαταιῆς τὴν ἐπὶ τῶν Θηβῶν ἐχώρησαν (Thuc. 3, 24).
    In limiting sense: P. and V. ὡς.
    Faithful for a herdsman: V. πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ (Soph., O.R. 1118).
    As for: P. and V. κατ (acc.), ἐπ (dat.).
    Had it not been for: P. εἰ μὴ διά (acc.) (Dem. 370).
    ——————
    conj.
    P. and V. γάρ, καὶ γάρ.
    Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.
    Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > For

  • 13 Since

    prep.
    P. and V. ἐκ (gen.), πό (gen.).
    After: P. and V. μετ (acc.).
    Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου·
    A country uninjured since the Persian war: P. χώρα ἀπαθὴς οὖσα ἀπὸ τῶν Μηδικῶν. (Thuc. 8, 24.)
    ——————
    adv.
    Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.
    Seeing that: P. and V. ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή, ὡς, Ar. and P. ἐπειδήπερ, V. εὖτε.
    From the time when: P. and V. ἐξ οὗ, φʼ οὗ, ἐξ ὅτου, V. φʼ οὗπερ ἐξ οὗτε, ἐπεί, P. ἐπειδήπερ, Ar. and V. ἐξ οὗπερ.
    Ago, from this time: use P. and V. ἐκ τούτου, ἐκ τοῦδε.
    From that time: P. and V. ἐξ ἐκείνου.
    Where ever since the gods possess a court honest and loyal: ἵνʼ εὐσεβεστάτη ψῆφος βεβαία τʼ ἐστὶν ἔκ γε τοῦ θεοῖς (Eur., El. 1262).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Since

  • 14 That

    pron.
    P. and V. ἐκεῖνος, Ar. and V. κεῖνος.
    At that place: P. and V. ἐκεῖ.
    From that place: P. and V. ἐκεῖθειν, V. κεῖθεν.
    To that place: P. and V. ἐκεῖσε, Ar. and V. κεῖσε.
    In that case: P. ἐκείνως.
    In that way: P. ἐκείνῃ, Ar. and V. κείνῃ (Eur., Alc. 529).
    And that too: P. and V. καὶ ταῦτα (Æsch., Eum. 112).
    ——————
    conj.
    After verbs of saying: P. and V. ὅτι, ὡς, V. ὁθούνεκα, οὕνεκα.
    In order that: P. and V. ἵνα, ὅπως, ὡς.
    So that: P. and V. ὥστε.
    In that, because: P. and V. ὅτι, V. ὁθούνεκα, οὕνεκα, P. διότι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > That

  • 15 Why

    adv.
    Interrogative: P. and V. τ, τοῦ χριν (Dem. 490). P. διὰ τί, τοῦ ἕνεκα (Dem. 1104), ἀντὶ τίνος (Plat., Lys. 208E), V. πρὸς τ, ἀντ τοῦ, εἰς τ, τί χρῆμα, τνος ἕκατι, ἐκ τοῦ (Eur., El. 246), τνος χριν.
    For what purpose: P. and V. ἐπ τῷ (Soph., Aj. 797).
    Indirect: P. διότι; V. ἀνθʼ ὅτου, or see the direct forms.
    Why not: V. τ μή.
    Why so: Ar. τιή.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Why

  • 16 çünkü

    γιατί, επειδή, διότι, καθότι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çünkü

  • 17 için

    για, διά, επειδή, διότι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > için

  • 18 zira

    γιατί, επειδή, διότι, καθότι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zira

  • 19 car

    1) γιατί
    2) διότι

    Dictionnaire Français-Grec > car

  • 20 neboť

    1) γιατί
    2) διότι

    Česká-řecký slovník > neboť

См. также в других словарях:

  • διότι — because indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διότι — (AM διότι) (σύνδ. αιτιολ.) γι αυτό, γι αυτόν τον λόγο αρχ. 1. (σε πλάγια ερώτηση) για ποιόν λόγο 2. ότι 3. (επιτατ.) διότιπερ γιατί ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + ότι*] …   Dictionary of Greek

  • διότιπερ — διότι , διότι because indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»