-
1 διαρρηγνύς
διαρρηγνύ̱ς, διαρρήγνυμιbreak through: pres part act masc nom /voc sg -
2 διαρρήγνυσι
διαρρήγνῡσι, διαρρήγνυμιbreak through: pres ind act 3rd sg -
3 διαρρήγνυσιν
διαρρήγνῡσιν, διαρρήγνυμιbreak through: pres ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
διαρρηγνύς — διαρρηγνύ̱ς , διαρρήγνυμι break through pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρρήγνυσι — διαρρήγνῡσι , διαρρήγνυμι break through pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρρήγνυσιν — διαρρήγνῡσιν , διαρρήγνυμι break through pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)