Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαπεραστικός

  • 21 едкий

    επ., βρ: едок, едка, едко; едче.
    1. καυστικός• διαβρωτικός•

    едкий натрий καυστικό νάτριο•

    -ое вещество διαβρωτική ουσία.

    2. δριμύς, οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός•

    запах δριμεία οσμή.

    3. μτφ. δηκτικός, φαρμακερός, αψύς• καυτερός, πειραχτικός.

    Большой русско-греческий словарь > едкий

  • 22 знобкий

    επ., βρ: -бок, -бка.
    -бко.
    1. ριγηλός• τρεμουλιάρης, ευαίσθητος στο κρύο.
    2. κρύος και διαπεραστικός•

    знобкий ветер διαπεραστώ κός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > знобкий

  • 23 испытующий

    επ.
    διαπεραστικός, προσεχτικός, περίεργος (για βλέμμα).

    Большой русско-греческий словарь > испытующий

  • 24 истошный

    επ. (απλ.) διαπεραστικός, οζύς, διάτορος•

    кричать -ым голосом βγάζω διαπεραστική κραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > истошный

  • 25 крикливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о.
    1. κραυγαστής, φωνακλάς, φωνασκός.
    2. βροντερός, διαπεραστικός, διάτορος.
    3. μτφ. φανταχτερός, χτυπητός, εντυπωσιακός•

    -ая реклама φανταχτερή ρεκλάμα.

    4. θορυβώδης• κραυγαλέος. || υβριστής.

    Большой русско-греческий словарь > крикливый

  • 26 пронзительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    διαπεραστικός•

    пронзительный голос διαπεραστική φωνή•

    -взор διαπεραστικό βλέμμα.• пронзительный холод διαπεραστικό κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > пронзительный

  • 27 пронизывающий

    επ. από μτχ.
    διαπεραστικός•

    пронизывающий холод διαπεραστικό κρύο•

    пронизывающий взгляд διαπεραστική ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > пронизывающий

  • 28 проникновенный

    επ., βρ: -венен, -венна, -внно.
    1. παλ. πλήρης, γεμάτος• κατεχόμενος, διαποτισμένος.
    2. διαπεραστικός•

    проникновенный голос διαπεραστική φωνή•

    проникновенный взгляд διαπεραστική ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > проникновенный

  • 29 резкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.
    1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•

    резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•

    резкий ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая боль δυνατός πόνος•

    резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•

    резкий залах δριμεία οσμή•

    резкий голос διαπεραστική φωνή.

    2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.

    3. αιφνίδιος• απότομος•

    -ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    -ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•

    -ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•

    -ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).

    4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•

    -ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.

    || αυθάδης, θρασύς•

    резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•

    -ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.

    Большой русско-греческий словарь > резкий

См. также в других словарях:

  • διαπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός 2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς 3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • διαπεραστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που διατρυπά, διεισδυτικός πέρα για πέρα: Το βλέμμα του είναι διαπεραστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • εχεπευκής — ἐχεπευκής, ές (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ » έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.) 2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α σύνθ. εχε * (< έχω I) και… …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • οξυτόρος — ὀξυτόρος, ον (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός 2. οξύληκτος («ὀξυτόρος ἧλος», Νόνν.) 3. αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα ή αιχμηρά αγκάθια («πίτυς ὀξυτόρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τορός «διαπεραστικός»] …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • τρανής — ές, ΜΑ 1. διαπεραστικός 2. μτφ. διαυγής, καθαρός, σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού επιθ. τρᾱνής στη ρίζα τερ / τερη τού ρ. τείρω* (πρβλ. τέρετρον, τετραίνω), η οποία θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη (πρβλ. τη σημ. τού επιθ. τορός… …   Dictionary of Greek

  • έντροχος — (Α ἔντροχος, ον) νεοελλ. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το έντροχο(ν) ορθογωνική τρύπα στην κεραία ή στην πλώρη τού πλοίου, μέσα στην οποία υπάρχει μικρό καρούλι για να περνά ένα σχοινί από το αυλάκι του, κν. μπαστέκα αρχ. οξύς, διαπεραστικός, κοφτερός,… …   Dictionary of Greek

  • αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί …   Dictionary of Greek

  • βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»