-
1 διαιτητικός
διαιτητικός, 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.
-
2 διαιτητικός
διαιτητικόςof: masc nom sg -
3 διαιτητικός
διαιτητικός, (1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medizinischer Hinsicht (2) schiedsrichterlich -
4 διαιτητικός
η, ό[ν]1) диететический; 2) арбитражный;διαιτητική επιτροπή — арбитражная комиссия
-
5 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. арбитражный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαιτητικός
-
6 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. диетический (για φαγητό)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαιτητικός
-
7 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. арбитражный. -
8 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. диетический (για φαγητό). -
9 διαιτητικός
A of or for diet: ἡ δ. (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54;τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d
.3, Gal.Thras. 33; also of persons, δ. ἰατρός ib.24.III -κόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτητικός
-
10 третейский
διαιτητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > третейский
-
11 διαιτητικά
διαιτητικόςof: neut nom /voc /acc plδιαιτητικά̱, διαιτητικόςof: fem nom /voc /acc dualδιαιτητικά̱, διαιτητικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 διαιτητικόν
διαιτητικόςof: masc acc sgδιαιτητικόςof: neut nom /voc /acc sg -
13 διαιτητικούς
διαιτητικόςof: masc acc pl -
14 διαιτητική
διαιτητικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
15 διαιτητικήν
διαιτητικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 diaeteticus
diaeteticus, a, um relatif à la diététique. - [gr]gr. διαιτητικός.* * *diaeteticus, a, um relatif à la diététique. - [gr]gr. διαιτητικός.* * *Diaeteticus, Adiect. vt Diaetetica medicina. Cels. Un regime de vivre, Medecine de diete, qui guarit les malades par regime de vivre. -
17 диетический
-
18 διαιτητικών
-
19 διαιτητικῶν
-
20 diaeteticus
diaetēticus, a, um (διαιτητικός), diätetisch, die Diät betreffend, diaetetica pars (Ggstz. chirurgia), Cael. Aur. chron. 2, 12, 145: primo libro diaetetico, Cael. Aurel. acut. 1, 1, 28. – subst., a) diaetētica, ae, f. u. diaetēticē, ēs, f. (sc. ars), die Wissenschaft, die das Verhalten in Essen, Trinken, Wohnung usw. lehrt, die Diätetik, Scrib. Larg. 200: diaetetices scriptores, Cael. Aur. chron. 2, 12, 145. – b) diaetēticī, ōrum, m., die Diätetiker, Ggstz. chirurgi, Scrib. Larg. 200. Cael. Aur. chron. 2, 12, 145.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαιτητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικός — ή, ό (Α διαιτητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή 2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή») 3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου») νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική α)… … Dictionary of Greek
διαιτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δίαιτα. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διαιτητή: Τελικά το πρόβλημα ήταν διαιτητικό και όχι του αθλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιτητικά — διαιτητικός of neut nom/voc/acc pl διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc/acc dual διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῶν — διαιτητικός of fem gen pl διαιτητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικόν — διαιτητικός of masc acc sg διαιτητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικοῦ — διαιτητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικούς — διαιτητικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῆς — διαιτητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῇ — διαιτητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητική — διαιτητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)