-
1 ποιεω
тж. med.1) делать, выделывать, производить, готовить, изготовлять(εἴδωλον, σάκος, med. πέπλον Hom.; δεῖπνον Hes.)
2) строить, возводить, воздвигать(δῶμα, τεῖχος Hom.; βωμὸν καὴ ναόν Xen.; σκηνάς NT.)
3) делать (кого-л. кем-л. или каким-л.)(τινα ἄφρονα Hom.; med.: φίλον τινά Xen.; τὸν θεὸν ἀρωγόν Soph.)
π. τινα βασιλῆα Hom. — делать (ставить) кого-л. царем;ἔμψυχον π. τι Luc. — одушевлять что-л.;med. — превращать (τῆς σαρκὸς πρόνοιαν εἰς ἐπιθυμίας NT.)4) делать, совершатьεἰρήνην ποιεῖσθαι Xen. — заключать мир;
ὡς σαφέστατα ἂν εἰδείην ἐποίουν Xen. — я сделал (все), чтобы получить достовернейшие сведения;πόλεμον ποιεῖσθαι Xen. — вести войну;ἅμιλλαν ποιεῖσθαι Her. — спорить между собою, Thuc., Plat.; — состязаться;πόλεμον π. τινι Isae. — возбуждать войну против кого-л.;π. μάχας Soph. — сражаться;π. ἐκκλησίαν Thuc., Xen.; — проводить совещание;ἅμα ἔπος τε καὴ ἔργον ἐποίεε Her. — как сказал, так и сделал;ποιεῖσθαι βουλήν Her. — принимать решение;κακῶς π. τέν χώραν Dem. — опустошать страну;λόγους ποιεῖσθαι Isocr. — говорить, Dem. вести переговоры;ποιεῖσθαι ὁδόν (ὁδοιπορίην) Her. и πορείαν NT. — совершать путь;π. и ποιεῖσθαι θήραν Xen. — охотиться;πᾶσαν τέν σπουδήν τινος ἕνεκα ποιεῖσθαι Plat. — прилагать все усилия к чему-л.;ἀριθμὸν π. Xen. — производить подсчет;θώϋμα ποιεῖσθαί τι Her. — удивляться чему-л.;π. ἐλεημοσύνην NT. — творить (подавать) милостыню;ὁργέν ποιησάμενος Her. — раздраженный, в ярости;δι΄ ἀγγέλου ποιεύμενος ἔπεμπε βιβλία Her. — он послал через гонца письма5) действоватьτὰ ποιοῦντα καὴ τὰ πάσχοντα Plat. — действующие и страдательные начала;
ἥ εὔνοια τῶν ἀνθρώπων ἐποίει μᾶλλον ἐς τούς Λακεδαιμονίους Thuc. — общественное мнение склонялось больше в пользу лакедемонян;τὸ φάρμακον ποιήσει Plat. — снадобье подействует6) производить на свет, рождать(κριθάς Arph.; παῖδα Xen.)
7) приобретать, получать, зарабатывать(ἀργύριον Dem.; οὐδὲν ἐκ τῆς γῆς Xen.; πέντε τάλαντα NT.)
τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας ποιεῖσθαι Xen. — добывать себе средства к жизни земледелием8) исполнять, выполнять(τὰ τεταγμένα τῇ πόλει Xen.; τὰς ἐντολάς NT.)
9) делать, оказывать(πολλὰ χρηστὰ περὴ τέν πόλιν Arph.; πολλὰ ἀγαθὰ τέν πόλιν Plat.; med. βοηθείας τινί Isocr.)
τινὰ εὖ π. Plat. — делать добро кому-л.10) устраивать, справлять(ἱρά Her.; θυσίαν Xen.; ἑορτήν NT.)
πάντα π. τοῖς ἀποθανοῦσιν Xen. — отдавать умершим все (установленные) почести11) делать, принимать, брать(τινὰ ἄλοχον ποιεῖσθαι Hom.)
ποιεῖσθαί τινα υἱόν Hom. — усыновлять кого-л.;τινὰ ποιεῖσθαι μαθητήν Plat. — брать кого-л. себе в ученики;τινὰ (τὴ) ποιεῖσθαι ὑπ΄ ἑωυτῷ (ἑωυτοῦ) Her. и ὑφ΄ ἑαυτόν Plat. — подчинять кого(что)-л. себе, овладевать кем(чем)-л.;π. τινα ἐπί τινι Dem. — подчинять кого-л. кому-л.12) причинять, вызывать(φόβον Hom.; γέλωτα Plat.)
π. ὕδωρ Arph. — посылать дождь;π. νόημα ἐνὴ φρεσί Hom. — внушать мысль13) ( о звуках) издавать, испускать(στόνον Soph.; κραυγήν Xen.)
14) слагать, составлять, сочинять(κωμῳδίαν καὴ τραγῳδίαν Plat.)
π. εἴς τινα, Plat. — слагать песнь в честь кого-л.;περὴ θεῶν λέγειν καὴ π. Plat. — говорить о богах и воспевать их;ὅ τὰ Κύπρια ποιήσας Arst. — автор «Киприй»15) изображать, обрисовывать, представлять(τὸν Ἀγαμέμνονα ἀγαθὸν ἄνδρα Plat.)
16) изобретать, выдумывать, создавать (в воображении)(καινοὺς θεούς Plat.; ὀνόματα Arst.)
17) предполагать, допускатьσφέας ποιέω ἴσους ἐκείνοισι εἶναι Her. — я полагаю, что их было столько же, сколько тех;
πεποιήσθω δή Plat. — ну предположим;ποιῶ δ΄ ὑμᾶς ἥκειν εἰς Φᾶσιν Xen. — допустим, что вы прибыли в Фасиду18) делать, поступатьπῶς ποιήσεις ; Soph. — что ты предпримешь?;
καλῶς ποιῶν σύ Plat. — ты хорошо сделал;εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με Plat. — хорошо, что ты мне напомнил;π. Σπαρτιητικά Her. — поступать по-спартански19) заставлять(κλαίειν τινά Xen.)
π. αἰσχύνεσθαί τινα Xen. — пристыдить кого-л.;π. τινα κλύειν τινός Soph. — заставлять кого-л. слушаться кого-л.20) ставить, класть, ввергатьπ. εἴσω Xen. — вводить;
π. ἔξω Xen. — выводить;π. τὰς ναῦς ἐπὴ τοῦ ξηροῦ Thuc. — вытаскивать корабли на сушу;τινα ἐς ψυλακέν π. Thuc. — ввергать кого-л. в тюрьму;π. τινα ἱκέσθαι ἐς οἶκον Hom. — разрешить кому-л. вернуться домой;π. ἐν αἰσχύνῃ τέν πόλιν Dem. — покрывать город позором;ποιεῖσθαί τι ἐς ἀσφάλειαν Thuc. — помещать что-л. в безопасное место21) проводить, тратить(πολὺν χρόνον ἔν τινι Anth.)
οὐ π. χρόνον οὐδένα Dem. — не терять (напрасно) времени;τέν νύκτα ἐφ΄ ὅπλοις ποιεῖσθαι Thuc. — проводить ночь в (полном) вооружении;μέσας π. νύκτας Plat. — тянуть (разговор) до полуночи22) считать, признаватьσυμφορέν ποιεῖσθαί τι Her. — считать что-л. несчастьем;
δεινὰ π. и ποιεῖσθαι τι Thuc. — негодовать на что-л.;εὕρημα ἐποιησάμην Xen. — я счел (счастливой) находкой;μέγα (μεγάλα) ποιεῖσθαί τι Her. — высоко ценить (считать важным) что-л.;πολλοῦ ποιεῖσθαι τι Plat. — придавать большое значение чему-л.;(οὐδὲν) περὴ πλείονος ποιήσασθαι τῶν νόμων Lys. — ничего не ставить выше законов;ἐν ἐλαφρῷ и παρ΄ ὀλίγον ποιεῖσθαι Her., Xen.; — считать маловажным;δι΄ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л.;ἐν νόμῳ ποιεῖσθαί τι Her. — иметь что-л. в обычае;ἐν άδείῃ π. Her. — считать безопасным
См. также в других словарях:
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται … Dictionary of Greek
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… … Dictionary of Greek