-
41 Ευδημος
ὅ Эвдем1) уроженец Кипра, ученик Аристотеля, именем которого назван не сохранившийся диалог последнего - Εὔ. ἢ περὴ ψυχῇς2) уроженец Родоса, ученик Аристотеля и издатель его сочинений; его именем названа Ἠθικὰ Εὐδήμεια Аристотеля -
42 ευπαραγωγος
-
43 ηβαω
(impf. ἥβων, fut. ἡβήσω, aor. ἥβησα, pf. ἥβηκα; эп.: part. ἡβῶν и ἡβώων - f ἡβώωσα; praes. opt. ἡβώοιμι)1) быть в юношеском возрасте, быть возмужалым, быть во цвете летἀνέρ οὐδὲ ἔχοι μάλα ἡβῶν Hom. — даже муж в расцвете сил не удержал бы (брошенной Эантом глыбы);
οἱ ἡβῶντες Arph., Thuc. — юношество;εἴθ΄ ὣς ἡβώοιμι! Hom. — о, если бы мне (снова) стать молодым!;ἡβᾶν σθένος Eur. — быть молодым и сильным;γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ΄ ἡβῶσαν φέρειν (v. l. φύειν) Aesch. — сочетать ум старика с силой (досл. телом) юноши2) пышно расти3) сохранять юношескую свежесть, быть в полной силеφλὸξ ἡβήσασα Aesch. — ярко горящее (бушующее) пламя;
ἀεὴ ἡβᾷ τοῖς γερουσιν εὖ μαθεῖν Aesch. — у стариков всегда горит желание учиться хорошему4) шуметь, бушевать -
44 μισοδημος
-
45 νεοσταθης
-
46 ξυνεξανιστημι
1) вместе или одновременно подниматьτούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὴ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. — поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею2) одновременно возбуждать(τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.)
3) med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться(πρός τι Plut.)
συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. — восстать при благоприятствующих обстоятельствах;δῆμος ἐνθουσιῶν καὴ συνεξανιστάμενος Plut. — народ, охваченный волнением и восстанием -
47 οιδεω
(pf. ᾤδηκα; дор. 3 л. pl. pf. ᾠδήκαντι)1) набухать, пухнуть(χρόα πάντα Hom.; τὼ πόδε Arph.; οἰδησάσης τῆς πληγῆς Arst.)
2) волноваться, быть в смятении(οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων Her.; οἰδεῖ ἥ πόλις Plat.; ὅ δῆμος οἰδῶν Plut.)
-
48 ομοδημος
дор. ὁμόδᾱμος 2принадлежащий к тому же народу({. Σπαρτῶν γένει Pind.)
; единоплеменный(γόνος Pind.)
-
49 παλαιχθων
-
50 παμποικιλος
1) чрезвычайно пестрый, многоцветный(πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.)
2) весьма разнообразный(ἀλλοιότητες Plat.)
3) смешанный, разношерстный(δῆμος Plut.)
-
51 πανδημος
дор. πάνδᾱμος 21) всенародный, всеобщий(χάρις Arst.; δόξα Polyb.; ἐκκλησία, ἑορτή Plut.)
π. πόλις Soph. — все население города;π. στρατός Soph. — все войско (в целом);π. ἀγών Eur. — всенародное (публичное) состязание;πάνδημοι στέγαι Eur. — общественные здания2) обыденный, низменный, т.е. чувственный(Ἔρως, Ἀφροδίτη Plat. etc.)
-
52 πανωλης
21) совершенно погибший(Βακτρίων δ΄ ἔρρει π. δῆμος Aesch.)
2) отверженный, проклятый(παῖς ὅ Λαερτίου Soph.)
3) губительнейший(ξυμφοραί Soph.)
-
53 πολιτης
-
54 πολυγραμματος
21) весьма ученый Plut.2) отмеченный многими знаками, многократно клейменный(Σαμίων ὅ δῆμος Arph.)
-
55 προκλησις
- εως ἥ1) вызов, призыв, предложениеμουνομαχίη ἐκ προκλήσιός σφι ἐγένετο Her. — согласно (принятому) вызову, у них произошло единоборство;
πρόκλησιν φεύγειν Plut. — не принять вызова;π. ἐς ἡσυχίαν Thuc. — предложение о сохранении мира2) юр. официальное предложение (одной тяжущейся стороны другой о принесении присяги, предъявлении документальных доказательств и т.п.) Lys., Arst., Dem.3) юр. апелляция (к народу)ὁ (δῆμος) δέχεται τέν πρόκλησιν, ὥστε καταλύονται πᾶσαι αἱ ἀρχαί Arst. — народ принимает (к рассмотрению) апелляцию, и тогда полномочия всех властей прекращаются
-
56 πυκνιτης
-
57 συνεξανιστημι
1) вместе или одновременно подниматьτούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὴ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. — поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею2) одновременно возбуждать(τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.)
3) med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться(πρός τι Plut.)
συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. — восстать при благоприятствующих обстоятельствах;δῆμος ἐνθουσιῶν καὴ συνεξανιστάμενος Plut. — народ, охваченный волнением и восстанием -
58 συνεξημεροομαι
вместе утрачивать дикость, становиться культурным(ὅ δῆμος ἅμα τῇ χώρᾳ συνεξημερούμενος Plut.)
-
59 τις
τί (ῐ) (gen. τίνος - эп.-ион. τέο, стяж. τεῦ и атт. τοῦ; dat. τίνι - ион. τέῳ, атт. τῷ; acc. τίνα, τί; pl.: τίνες, τίνα; gen. τίνων - ион. τέων; dat. τίσι и τοῖσι - ион. τεοῖσι; acc. τίνας, τίνα)1) pron. interrog. et relat. кто, чтоἔστιν δὲ τίς τε καὴ τοῦ ; Plat. — кто он и чей (сын)?;
τίς ὢν σὺ πυνθάνει τάδε ; Eur. — кто ты, вопрошающий об этом?;τίς ἂν ἐξεύροι ποτ΄ ἄμεινον ; Arph. — кто мог бы сыскать нечто лучшее?;τί οὖν δή ἐστιν, ἅττα εἶπεν ; Plat. — что же это такое он сказал?;ἠρώτων αὐτοὺς τίνες εἶεν Xen. — (они) спросили их, кто они;σοὴ δὲ καὴ τούτοισι τοῖσι πράγμασι τί ἐστι ; Her. — что тебе до всего этого?;οὐκ ἔχω τί φῶ Aesch. — не знаю, что говорить2) adj. interrog. et relat. какой, который, что заτίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ; Hom. — что (это) за край, что за народ, что за люди?;
τίνος τέχνης ἐπιστήμων ἐστί ; Plat. — в каком искусстве он сведущ?;τίνα ἂν καλοῦντες αὐτὸν ὀρθῶς καλοῖμεν ; Plat. — каким (именем) называя его, назвали бы мы правильно?, т.е. как его правильно наименовать?;ἀγγελίαν φέρω χαλεπήν. - Τίνα ταύτην ; Plat. — я приношу тяжелую весть. - Какую же это?;εἰπὲ τίνα γνώμην ἔχεις ; Xen. — скажи, каково твое мнение?3) (преимущ. τί; со знач. или оттенком наречия)τί κλαίεις ; Hom. — отчего ты плачешь?;
τί δη ; Plat. — почему же?, как же так?;τί δ΄ οὔ ; Aesch. — почему же нет?;τί οὐ βαδίζομεν ; Plat. — не пойти ли нам? -
60 υπερδεης
См. также в других словарях:
δημός — fat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῆμος — district masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆμος — district masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δήμος — ο 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από το δήμαρχο: Γεννήθηκα στο δήμο Καβάλας. 2. φρ., «τα εν οίκω μη εν δήμω», μη δημοσιοποιείς αυτά που συμβαίνουν σε σένα ή στο σπίτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγίου Αθανασίου, δήμος — Δήμος (14.387 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγχιάλου, Βαθυλάκκου, Γεφύρας, Νέας Μεσημβρίας και Ξηροχωρίου, οι οποίες… … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη Ρέντη, δήμος — Δήμος (15.060 κάτ.) της νομαρχίας Πειραιώς του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό … Dictionary of Greek
Αγίου Κηρύκου, δήμος — Δήμος (3.243 κάτ.) του νομού Σάμου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Περδικίου και Χρυσοστόμου οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Άγιος… … Dictionary of Greek
Αγίου Νικολάου, δήμος — Δήμος (10.906 κάτ.) και έδρα του νομού Λασιθίου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βρουχά, Ελούντας, Έξω Λακκωνίων, Έξω Ποτάμων, Ζενίων, Καλού Χωρίου, Κριτσάς,… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, δήμος — Δήμος (9.451 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό, που είναι και η έδρα του, και τον μικρότερο οικισμό Πευκόφυτο … Dictionary of Greek