-
1 автор
авторм ὁ δημιουργός / ὁ συγγραφέας [-εύς] (писатель)/ ὁ ἐφευρέτης (изобретения):\автор проекта ὁ δημιουργός τοῦ σχεδίου. -
2 создатель
-я α. -ница, -ы θ.1. δημιουργός• πλάστης, πλαστουργός• πο ιητής.2. (θρησκ.) θεός (δημιουργός). -
3 автор
1. (писатель) о συγγραφέας 2. (изобретатель) о εφευρέτης, ο δημιουργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автор
-
4 демиург
ο δημιουργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демиург
-
5 создатель
ο δημιουργός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > создатель
-
6 создатель
созда́||тельм ὁ δημιουργός/ ὁ πλαστουργός, ὁ πλάστης (тж. рел.). -
7 творец
творецм ὁ δημιουργός (создатель)/ ὁ συγγραφέας (автор). -
8 автор
[άφταρ] ουσ. α. δημιουργός -
9 создатель
[σαζντάτιλ'] ουσ. α. δημιουργός -
10 творец
[τβαριέτς] ουσ. α. δημιουργός -
11 автор
[άφταρ] ουσ α δημιουργός -
12 создатель
[σαζντάτιλ'] ουσ α δημιουργός -
13 творец
[τβαριέτς] ουσ α δημιουργός -
14 автор
-а α.συγγραφέας, δημιουργός• εφευρέτης. -
15 демиург
-а α. (γραπ. λόγος) δημιουργός. -
16 зиждитель
-я α., -ница, -ы θ.παλ. θεμελιωτής, δημιουργός, ιδρυτής. -
17 образователь
-я α.δημιουργός, ιδρυτής.-я α. παλ.ανατροφέας, παιδαγωγός• δάσκαλος. -
18 образовательный
επ.δημιουργός, -γικός.επ.μορφωτικός, εκπαιδευτικός.εκφρ.образовательный ценз – η απαραίτητη μόρφωση (γνώσεις). -
19 сказитель
-я α.-ница, -ы θ.δημιουργός, αφηγητής ή τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών. -
20 сочинитель
-я α. -ница, -ы θ.δημιουργός• συγγραφέας• συνθέτης. || επινοητής, -ρια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)