Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δε+χρειάζεται

  • 41 недолго

    επιρ.
    1. όχι πολύ χρόνο λίγο•

    он недолго думал αυτός λίγο σκέφτηκε•

    недолго продолжался бой λίγο κράτησε η μάχη•

    этот больной протянет недолго αυτός ο άρρωστος δε θα τραβήξει πολύ (δε θα ζήσει πολύ).

    2. εύκολα•

    и схватить насморк δε χρειάζεται πολύ για αρπάξεις το συνάχι.

    εκφρ.
    недолго и до греха ή до беды – δεν αργεί το κακό να έρθει.

    Большой русско-греческий словарь > недолго

  • 42 незачем

    επίρ.
    δεν υπάρχει λόγος ή ανάγκη, δε χρειάζεται•

    незачем об этом говорить δεν υπάρχει λόγος να μιλά γι αυτό•

    незачем ходить туда δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί.

    Большой русско-греческий словарь > незачем

  • 43 нелишний

    -яя, -ее
    επ.
    οχι περίσσιος• ωφέλιμος, χρειαζούμενος•

    эта вещь -яя в хозяйстве αυτό το πράγμα χρειάζεται στο νοικοκυριό•

    считаю -им сказать δε θεωρώ περιττό να πω ή θεωρώ ωφέλιμο να πώ.

    Большой русско-греческий словарь > нелишний

  • 44 немного

    επίρ.
    λίγο•

    голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•

    выпить немного воды πίνω λίγο νερό•

    немного людей λίγος κόσμος•

    у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•

    ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•

    немного спустя λίγο μετά•

    совсем немного εντελώς λίγο•

    немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.

    Большой русско-греческий словарь > немного

  • 45 ненадобно

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι άχρηστο, δε-χρειάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > ненадобно

  • 46 необходимо

    ως κατηγ. είναι απαραίτητον
    - αναγκαίον χρειάζεται οπωσδήποτε•

    необходимо принять меры είναι απαραίτητο να παρθούν μέτρα•

    мне необходимо нужно его видеть είναι απόλυτη ανάγκη να τον δω•

    совершенно, крайне необходимо είναι πολύ αναγκαίον, чтобы я остался здесь είναι απαραίτητο να μείνω εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > необходимо

  • 47 неча

    επιρ. (διαλκ.) δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη, δε χρειάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > неча

  • 48 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 49 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 50 нужда

    -ы, πλθ. нужды θ.
    1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•

    терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •

    2. ανάγκη, χρεία•

    без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•

    у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•

    испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•

    для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.

    3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.
    εκφρ.
    - ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•
    - ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > нужда

  • 51 нуждаться

    -йюсь, -аешься
    ρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•

    нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•

    больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•

    он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•

    нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > нуждаться

  • 52 нужный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно, нужны; αναγκαίος, χρειαζούμενος, χρειώδης• απαραίτητος•

    -ые вещи χρειαζούμενα πράγματα•

    -человек απαραίτητος άνθρωπος•

    я нахожу -ым сделать это βρίσκω (θεωρώ, κρίνω) αναγκαίο να το κάνω αυτό•

    давать -ые указания δίνω τις απαραίτητες οδηγίες•

    вот тот, кто мне -жен! να ο άνθρωπος που μου χρειάζεται!•

    скажите ей, что она мне очень -жна πέστε της ότι τη θέλω οπωσδήποτε.

    Большой русско-греческий словарь > нужный

  • 53 образ

    α.
    1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.
    2. απεικόνιση•

    образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.

    3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.
    4. τρόπος•

    образ жизни τρόπος ζωής•

    образ правления μορφή διοίκησης•

    образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•

    образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).

    5. οε οργ. πτ. με
    επ. ή αντων. χρησιμοποιείται σαν
    επιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•

    насильственным -ом δυναμικά•

    главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•

    никоим -ом με κανένα τρόπο•

    равным -ом εξ ίσου•

    некоторым -ом ως ένα βαθμό•

    тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•

    следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•

    каким -ом? με τι τρόπο; πως;•

    наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•

    надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•

    таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•

    иным -ом κατ άλλον τρόπο.

    εκφρ.
    в -е – εν είδη, ως, σαν•
    по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•
    утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•

    образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > образ

  • 54 оглядка

    θ. παλ.
    1. επιφύλαξη, προσοχή• περίσκεψη•

    в этом деле оглядка нужна σ αυτή την υπόθεση χρειάζεται προσοχή.

    2. μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα.
    εκφρ.
    без -и – α) χωρίς να κοιτάζω δεξιά-αρ ιστερά. β).χωρίς επιφύλαξη ή προσοχή, γ) απερίσκεπτα•
    с -ой – α) με επιφύλαξη, με προσοχή, β) με περίσκεψη.

    Большой русско-греческий словарь > оглядка

  • 55 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 56 перебросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    перебросить мяч через забор ρίχνω το τόπι πάνω από τον περίβολο•

    он -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο.

    2. ρίχνω μακρύτερα απ ό,τι χρειάζεται.
    3. φτιάχνω•

    перебросить мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι.

    4. μετακινώ μεταφέρω•

    перебросить дивизию на левый фланг ρίχνω τη μεραρχία στο αριστερό πλευρό.

    || μετακομίζω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ από το ένα μέρος στο άλλο (υπερ)πηδώ. || επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. παλ. αυτομολώ.
    3. άλληλορίχνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο•

    перебросить мячом ρίχνομε ο ένας στον άλλο το τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > перебросить

  • 57 порядком

    επίρ.
    1. αρκετά, επαρκώς πολύ γερά κανονικά•

    порядком я устал αρκετά κουράστηκα•

    его поколотили порядком τον ξυλοκόπησαν γερά.

    2. όπως χρειάζεται (πρέπει, αρμόζει), δεόντως.

    Большой русско-греческий словарь > порядком

  • 58 порядок

    -дка α.
    1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•

    привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•

    востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•

    полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.

    || καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.
    2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•

    существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.

    || συνήθεια, έθιμο•

    у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.

    3. σειρά, συνέχεια•

    алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•

    в -е очереди όπως είναι η σειρά•

    по -у με τη σειρά•

    порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.

    4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•

    голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.

    5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•

    явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.

    6. (στρατ.) διάταξη•

    порядок боя διάταξη μάχης.,

    7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.
    8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.
    εκφρ.
    в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•
    в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•
    в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•
    судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•
    законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.
    в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•
    для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•
    своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•
    призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > порядок

  • 59 похожий

    επ., βρ: -хож, -а, -е.
    1. όμοιος, ίδιος με•

    похожий на мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του.

    2. -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να.
    εκφρ.
    -же (на то), что... – όπως φαίνεται,.κατά τα φαινόμενα, σαν να....• на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν;•
    ни на что – Ηθ•
    -же – αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα•
    не -жв – δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει.

    Большой русско-греческий словарь > похожий

  • 60 починка

    θ.
    1. επιδιόρθωση, επισκευή•

    вещь нуждается в -е το πράγμα χρειάζεται επισκευή.

    2. πράγμα επιδιορθωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > починка

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως …   Dictionary of Greek

  • χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»