Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίκαια

  • 1 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 2 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 3 поделом

    поделом
    нареч разг δίκαια, δικαίως:
    \поделом ему́ τἄθελε καί τἄπαθε.

    Русско-новогреческий словарь > поделом

  • 4 правый

    прав||ый I
    прил
    1. δεξιός, δεξίς:
    \правыйая рука́ τό δεξί χέρι·
    2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:
    \правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.
    пра́в||ый II
    прил (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:
    наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο.

    Русско-новогреческий словарь > правый

  • 5 equitably

    adverb δίκαια

    English-Greek dictionary > equitably

  • 6 fairly

    1) (justly; honestly: fairly judged.) δίκαια
    2) (quite or rather: The work was fairly hard.) αρκετά

    English-Greek dictionary > fairly

  • 7 justly

    adverb He was justly blamed for the accident.) δίκαια

    English-Greek dictionary > justly

  • 8 righteously

    adverb δίκαια, δικαιολογημένα/ ενάρετα

    English-Greek dictionary > righteously

  • 9 well-earned

    adjective (thoroughly deserved: a well-earned rest.) δίκαια / επάξια κερδισμένος

    English-Greek dictionary > well-earned

  • 10 достойный

    επ., βρ: -бин, -бина, -бино.
    1. άξιος (καλού ή κακού)•

    достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•

    достойный наказания άξιος τιμωρίας•

    уважения αξιοσέβαστος•

    достойный осуждения αξιοκατάκριτος.

    2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•

    -ая кара δίκαια τιμωρία.

    3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.
    4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός.

    Большой русско-греческий словарь > достойный

  • 11 законный

    επ., βρ: -конен, -конна, -конно.
    1. νόμιμος, έννομος•

    законный наследник νόμιμος κληρονόμος•

    -ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης•

    -ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις•

    на -ом основании σε νόμιμη βάση•

    -ым путем με τη νόμιμη οδό•

    -ая власть νόμιμη εξουσία.

    || έγκυρος•

    законный документ έγκυρο έγγραφο.

    2. δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος•

    -ое возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση•

    -ая гордость δίκαια περηφάνεια•

    -ое недоумение δικαιολογημένη αμηχανία.

    εκφρ.
    законный брак – νόμομος γάμος.

    Большой русско-греческий словарь > законный

  • 12 заслуженный

    επ. από μτχ.
    1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•

    -ая награда επάξιο βραβείο.

    || δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•

    -ая кара δίκαια τιμωρία.

    2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας.

    Большой русско-греческий словарь > заслуженный

  • 13 недаром

    επίρ.
    όχι άδικα; δίκαια, σωστά, ορθά. || όχι χωρίς λόγο ή αιτία. || όχι άσκοπα, όχι απλώς.

    Большой русско-греческий словарь > недаром

  • 14 поделом

    επίρ.
    δίκαια, δικαιολογημένα, εύλογα.
    (απρόσ., ως κατηηγ.) όπως αξίζει, έτσι και πρέπει•

    поделом ему за это όπως του αξίζει γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > поделом

  • 15 справедливо

    επίρ. δίκαια, σωστά, ορθά.

    Большой русско-греческий словарь > справедливо

  • 16 Favour

    subs.
    Good-will: P. and V. εὔνοια. ἡ, εὐμένεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ.
    Boon, service: P. and V. χρις, ἡ, ἔρανος, ὁ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see Service, Benefaction.
    Curry favour with: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.), ποτρέχειν (acc.), πέρχεσθαι (acc.), θωπεύειν (acc.), V. σαίνειν (acc.), προσσαίνειν (acc.), θώπτειν (acc.), Ar. and P. ποπίπτειν (acc. or dat.), Ar. and V. αἰκάλλειν (acc.). Do a favour to, v.: P. and V. εὐεργετεῖν (acc.), V. χριν πουργεῖν (dat.). χάριν διδόναι (dat.), χριν τθεσθαι (dat.), Ar. and V. χριν νέμειν (dat.), P. χριν δρᾶν (absol.); see Serve.
    Theseus asks you as a favour to bury the dead: V. Θήσευς σʼ ἀπαιτεῖ πρὸς χάριν θάψαι νεκρούς (Eur., Supp. 385).
    In favour of: V. and V. πρός (gen.).
    Thinking that a battle at sea in a small space was in their ( the enemy's) favour: P. νομίζοντες πρὸς ἐκείνων εἶναι τὴν ἐν ὀλίγῳ ναυμαχίαν (Thuc. 2, 86).
    I will speak in your favour, not in mine: V. πρὸς σοῦ γὰρ, οὐδʼ ἐμοῦ, φράσω (Soph., O.R. 1434; cf Plat., Prot. 336D).
    He has suddenly become in favour of Philip: P. γέγονεν ἐξαίφνης ὑπὲρ Φιλίππου (Dem. 438).
    Vote in favour of a person's acquittal: P. ἀποψηφίζεσθαι (gen. of pers.).
    Vote in favour of a thing: Ar. and P. ψηφίζεσθαι ( acc).
    Make a favour of justice: P. καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια (Plat., Ap. 35C).
    ——————
    v. trans.
    Gratify: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.). P. καταχαρίζεσθαι (dat.); see also Benefit.
    Be friendly disposed to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοικῶς διακείσθαι πρός (acc.); see side with.
    Be on the side of: V. συνεῖναι (dat.).
    Favour the Lacedaemonians: P. τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν (Thuc. 5, 84), or use P. Λακωνίζειν.
    I favour your cause: V. εὖ φρονῶ τὰ σὰ (Soph., Aj. 491).
    Favour the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Favour the Persians: P. Μηδίζειν.
    On a charge of favouring the Athenians: P. ἐπʼ Ἀττικισμῷ (Thuc. 8. 38).
    Of things, help on: P. προφέρειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Favour

  • 17 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 18 Reverse

    v. trans.
    P. and V. ναστρέφειν.
    Change: P. and V. μεταλλάσσειν; see Change.
    Be a reversed: P. περιίστασθαι.
    Rescind: P. and V. λύειν, καθαιρεῖν, P. ἀναιρεῖν, Ar. and P. καταλειν.
    They entirely reversed this policy: P. οἱ δὲ ταῦτα πάντα εἰς τοὐναντίον ἔπραξαν (Thuc. 2, 65).
    ——————
    subs.
    Something contrary: P. and V. τοὐναντίον (or pl.), τοὔμπαλιν.
    Quite the reverse of this: P. πολὺ τοὐναντίον τούτου.
    Things small and just and the reverse: V. καὶ σμικρὰ καὶ δίκαια καὶ τἀναντία (Soph., Ant. 667).
    Defeat: P. and V. σφάλμα, τό, P. ἦσσα, ἡ, ἀτύχημα, τό, πταῖσμα, τό.
    Suffer a reverse, v.: P. and V. ἡσσᾶσθαι, σφάλλεσθαι, P. προσκρούειν (Dem. 312).
    Since you have suffered a reverse of fortune: V. ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας (Eur., And. 982).
    ——————
    adj.
    Contrary: P. and V. ἐναντίος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reverse

  • 19 Right

    adj.
    Correct, true: P. and V. ληθής, ὀρθός, V. ναμερτής; see True.
    Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.
    Just: P. and V. δκαιος, ἔνδικος, ὀρθός, σος, ἔννομος, ἐπιεικής.
    What is right, duty: see Duty.
    ( It is) right, lawful: P. and V. ὅσιον, θεμιτόν (negatively) (rare P.), θέμις (rare P.), V. δκη.
    Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.
    This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).
    Deserved, adj.: P. and V. ἄξιος, δκαιος, V. ἐπάξιος.
    Be right, v.: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.
    Hit the mark: P. and V. τυγχνειν.
    Come right, v.: P. and V. ὀρθοῦσθαι, κατορθοῦσθαι, εὖ ἔχειν, καλῶς ἔχειν.
    Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).
    Put right, v.: P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, νορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    In one's right mind, adj.: P. and V. ἔννους, ἔμφρων; see Sane.
    Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.
    The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On the right: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or use adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6).
    To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).
    Straight, direct: P. and V. εὐθς, ὀρθός.
    Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.
    Right out, (destroy, kill) right out: P. and V. ἄρδην; see Utterly.
    Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).
    Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).
    Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.
    At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.
    ——————
    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, θεμς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).
    Legal right: P. and V. δκη, ἡ.
    Prerogative: P. and V. γέρας, τό; see Prerogative.
    Rights: P. and V. τὰ δκαια.
    Just claim: P. δικαίωμα, τό.
    Have a right to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).
    By rights: use rightly.
    Put to rights: see put right, under Right.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.
    Guide aright: see under Guide.
    A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right

  • 20 Sacrifice

    subs.
    P. and V. θυσία, ἡ, θῦμα, τό; see also Rite, Slaughter.
    Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.
    For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.
    Fit for sacrifice ( of a beast), adj.: Ar. θσιμος.
    Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.
    Initiatory sacrifice: P. and V. προτέλεια, τά (Plat.), Ar. προθματα, τά.
    Make sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).
    Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).
    Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).
    Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.
    The flame of sacrifice: V. θυηφγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).
    The altar of sacrifice: V. δεξμηλος ἐσχρα ἡ (Eur., And. 1138).
    On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).
    The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).
    On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).
    Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.
    The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.
    met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.
    You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. θειν (υ Eur., El. 1141), V. σφάζειν, ἐκθειν, ῥέζειν, ἔρδειν.
    Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).
    Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.
    Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.
    Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).
    Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).
    absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;
    Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.
    Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.
    Sacrifice oxen: V. βουσφαγεῖν, Ar. and V. βουθυτεῖν.
    met., give up ( persons or things): P. and V. προδδοναι, P. προΐεσθαι.
    Give up ( things): P. and V. προπνειν.
    Expend: P. and V. ναλίσκειν.
    Lose: Ar. and P. ποβάλλειν.
    Sacrifice ( one thing to another): P. ὕστερον νομίζειν (τι πρός τι), V. ἱστναι (τι ὄπισθέ τινος).
    I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).
    Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice

См. также в других словарях:

  • δικαία — δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίᾳ — δικαίᾱͅ , δίκαιος observant of custom fem dat sg (attic doric aeolic) δικαίᾱͅ , δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαία — Δικαίᾱ , Δικαία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίᾳ — Δικαίᾱͅ , Δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαια — Δικαία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαια — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Αρχαία πόλη στα παράλια της Θράκης, που ονομαζόταν και Δικαιόπολις. Βρισκόταν κοντά στα Άβδηρα και αποτελούσε ιωνική αποικία που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ο γιος του Ποσειδώνα, Δίκαιος. Από την… …   Dictionary of Greek

  • δικαία — (dicaea). Γένος πτηνών της οικογένειας των μελιφαγιδών, ιθαγενών της Αυστραλίας, της Ιάβας, της Νέας Γουινέας και των νησιών της Σούνδης. Στο γένος αυτό ανήκουν περίπου 50 είδη, τα γνωστότερα από τα οποία είναι η δ. η φλογώδης, που ζει στην Ιάβα …   Dictionary of Greek

  • δίκαια — δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δικαίας — δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc pl δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen sg (attic doric aeolic) δικαίᾱς , δικαία fem acc pl δικαίᾱς , δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίας — Δικαίᾱς , Δικαία fem acc pl Δικαίᾱς , Δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»