-
1 δέντρο
treeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δέντρο
-
2 minimum spanning tree
French\ \ arbre de longueur minimaleGerman\ \ minimaler aufspannender Baum; MinimalbaumDutch\ \ kortste-afstandenboomItalian\ \ albero delle distanze minimoSpanish\ \ árbol minimo de distanciasCatalan\ \ arbre òptim; arbre minimalPortuguese\ \ árvore de cobertura mínimaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ ελάχιστη μέτρηση - δέντροFinnish\ \ minimaalinen virityspuuHungarian\ \ minimális elágazású faTurkish\ \ en küçük kapsayan ağaçEstonian\ \ vähima ulatuse puuLithuanian\ \ minimalus susiejantysis medisSlovenian\ \ -Polish\ \ minimalne drzewo rozpinająceRussian\ \ минимальное связующее деревоUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ lágmarki tók tréEuskara\ \ gutxieneko zuhaitz desberdinen artean zubiak eraikizFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ درخت اَرَشَنده مينيممArabic\ \ اقل شجرة إتساعAfrikaans\ \ minimumspanboomChinese\ \ 最 小 生 成 树Korean\ \ 최소생성나무 -
3 tree regression
French\ \ arbre de régressionGerman\ \ BaumregressionDutch\ \ boomregressieItalian\ \ albero di regressioneSpanish\ \ árbol de regresiónCatalan\ \ -Portuguese\ \ regressão em árvoreRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ trädstrukturerad regressionGreek\ \ παλινδρόμησης δέντροFinnish\ \ puu-regressioHungarian\ \ -Turkish\ \ ağaç regresyonuEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ древовидная регрессияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ tré afturförEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ رگرسيون درختي شدهArabic\ \ شجرة الانحدارAfrikaans\ \ boomregressieChinese\ \ -Korean\ \ 나무회귀 -
4 tree structured statistical methods
French\ \ structure arborescente des méthodes statistiquesGerman\ \ baumstrukturierte statistische MethodenDutch\ \ boomgestructureerde statistische methodeItalian\ \ struttura ad albero dei metodi statisticiSpanish\ \ estructura en árbol métodos estadísticosCatalan\ \ -Portuguese\ \ métodos estatísticos estruturados em árvoreRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ trädstrukturerad statistisk modellGreek\ \ δέντρο δομημένη στατιστικών μεθόδωνFinnish\ \ puu-rakenteiset mallitHungarian\ \ -Turkish\ \ ağaç yapılı istatistiksel metotlarEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ древовидная структура статистических методовUkrainian\ \ деревовидні статистичні методиSerbian\ \ -Icelandic\ \ tré skipulögð tölfræðilegar aðferðirEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ الطرق الاحصائية ذات الهيكلة الشجريةAfrikaans\ \ boomgestruktureerde statistiese metodesChinese\ \ -Korean\ \ 나무 구조 통계 방법 -
5 tree-pruning
French\ \ d'émondageGerman\ \ BaumbeschneidungDutch\ \ boomsnoeienItalian\ \ potatura alberiSpanish\ \ la poda de árbolesCatalan\ \ -Portuguese\ \ podaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ δέντρο-κλάδεμαFinnish\ \ (luokitus- tai regressio)puun karsintaHungarian\ \ -Turkish\ \ ağaç budamaEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ обрезка ветвейUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ tré-pruningEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تقليم الشجرةAfrikaans\ \ boomsnoeiingChinese\ \ -Korean\ \ 가지치기
См. также в других словарях:
δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… … Dictionary of Greek
δέντρο — το 1. κάθε φυτό με αποξυλωμένο κορμό που διακλαδίζεται σε ορισμένο ύψος: Το δέντρο που προτιμώ είναι το πεύκο. 2. φρ., «γενεαλογικό δέντρο», η σχηματική παράσταση των γενεών μιας οικογένειας σε σχήμα δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… … Dictionary of Greek
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek