Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δέντρο

  • 21 липа

    [λίπα] ουσ. Θ. λίπα (ρώσικο δέντρο)

    Русско-греческий новый словарь > липа

  • 22 озеленять

    [αζιλινγιάτ*] ρ. δέντρο φυτώ

    Русско-греческий новый словарь > озеленять

  • 23 саксаул

    [σακσαούλ] ουσ. α. σακσαούλιο (δέντρο της στέπας)

    Русско-греческий новый словарь > саксаул

  • 24 minimum spanning tree

    French\ \ arbre de longueur minimale
    German\ \ minimaler aufspannender Baum; Minimalbaum
    Dutch\ \ kortste-afstandenboom
    Italian\ \ albero delle distanze minimo
    Spanish\ \ árbol minimo de distancias
    Catalan\ \ arbre òptim; arbre minimal
    Portuguese\ \ árvore de cobertura mínima
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ ελάχιστη μέτρηση - δέντρο
    Finnish\ \ minimaalinen virityspuu
    Hungarian\ \ minimális elágazású fa
    Turkish\ \ en küçük kapsayan ağaç
    Estonian\ \ vähima ulatuse puu
    Lithuanian\ \ minimalus susiejantysis medis
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ minimalne drzewo rozpinające
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ lágmarki tók tré
    Euskara\ \ gutxieneko zuhaitz desberdinen artean zubiak eraikiz
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ درخت اَرَشَنده مينيمم
    Arabic\ \ اقل شجرة إتساع
    Afrikaans\ \ minimumspanboom
    Chinese\ \ 最 小 生 成 树
    Korean\ \ 최소생성나무

    Statistical terms > minimum spanning tree

  • 25 tree regression

    French\ \ arbre de régression
    German\ \ Baumregression
    Dutch\ \ boomregressie
    Italian\ \ albero di regressione
    Spanish\ \ árbol de regresión
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ regressão em árvore
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ trädstrukturerad regression
    Greek\ \ παλινδρόμησης δέντρο
    Finnish\ \ puu-regressio
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ ağaç regresyonu
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ tré afturför
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ رگرسيون درختي شده
    Arabic\ \ شجرة الانحدار
    Afrikaans\ \ boomregressie
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 나무회귀

    Statistical terms > tree regression

  • 26 tree structured statistical methods

    French\ \ structure arborescente des méthodes statistiques
    German\ \ baumstrukturierte statistische Methoden
    Dutch\ \ boomgestructureerde statistische methode
    Italian\ \ struttura ad albero dei metodi statistici
    Spanish\ \ estructura en árbol métodos estadísticos
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ métodos estatísticos estruturados em árvore
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ trädstrukturerad statistisk modell
    Greek\ \ δέντρο δομημένη στατιστικών μεθόδων
    Finnish\ \ puu-rakenteiset mallit
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ ağaç yapılı istatistiksel metotlar
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ деревовидні статистичні методи
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ tré skipulögð tölfræðilegar aðferðir
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الطرق الاحصائية ذات الهيكلة الشجرية
    Afrikaans\ \ boomgestruktureerde statistiese metodes
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 나무 구조 통계 방법

    Statistical terms > tree structured statistical methods

  • 27 tree-pruning

    French\ \ d'émondage
    German\ \ Baumbeschneidung
    Dutch\ \ boomsnoeien
    Italian\ \ potatura alberi
    Spanish\ \ la poda de árboles
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ poda
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ δέντρο-κλάδεμα
    Finnish\ \ (luokitus- tai regressio)puun karsinta
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ ağaç budama
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ tré-pruning
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ تقليم الشجرة
    Afrikaans\ \ boomsnoeiing
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 가지치기

    Statistical terms > tree-pruning

  • 28 дерево

    [ντιέριβα] ουσ θ δέντρο

    Русско-эллинский словарь > дерево

  • 29 липа

    [λίπα] ουσ θ λίπα (ρώσικο δέντρο)

    Русско-эллинский словарь > липа

  • 30 озеленять

    [αζιλινγιάτ'] ρ δέντρο φυτώ

    Русско-эллинский словарь > озеленять

  • 31 саксаул

    [σακσαούλ] ουσ α σακσαούλιο (δέντρο της στέπας)

    Русско-эллинский словарь > саксаул

  • 32 акация

    θ.
    ακακία (δέντρο).
    εκφρ.
    белая акация – η φαρνέσια ακακία (η κοινή, γαζία)•
    сенегальская акация – η σενεγάλια ακακία•
    шелковая акация – η αλβιζία ακακία ή ολομέταξη ή μιμόζα της Κωνσταντινούπολης (γκιουλιμπιρσίμι).

    Большой русско-греческий словарь > акация

  • 33 бук

    α.
    η οξυά (δέντρο).

    Большой русско-греческий словарь > бук

  • 34 валежина

    θ.
    δέντρο πεσμένο.

    Большой русско-греческий словарь > валежина

  • 35 взлезть

    -езу, -езешь, παρλθ. χρ. взлез, -ла, -ло, προστκ. взлезь ρ.σ. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    взлезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο.

    Большой русско-греческий словарь > взлезть

  • 36 влезть

    -зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•

    влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.

    2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•

    влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•

    влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.

    || λαθροχειρώ•

    влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•

    влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.

    4. χωρώ•

    все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.

    5. μπαίνω, χωρώ•

    сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).

    εκφρ.
    не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•
    сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > влезть

  • 37 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 38 граб

    α.
    ζυγία (δέντρο σφενδαμνοειδές).

    Большой русско-греческий словарь > граб

  • 39 грейпфрут

    α.
    κίτρος, κίτρο (δέντρο εσπεριδοειδές). || κίτρο, φράπα (καρπός).

    Большой русско-греческий словарь > грейпфрут

  • 40 дичок

    -чка α.
    1. βοτ. δέντρο άγριο, ανεμβόλιαστο•

    яблоня— αγριομηλιά.

    2. άνθρωπος ακοινώνητος, αποξενωμένος ντροπαλός.

    Большой русско-греческий словарь > дичок

См. также в других словарях:

  • δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • δέντρο — το 1. κάθε φυτό με αποξυλωμένο κορμό που διακλαδίζεται σε ορισμένο ύψος: Το δέντρο που προτιμώ είναι το πεύκο. 2. φρ., «γενεαλογικό δέντρο», η σχηματική παράσταση των γενεών μιας οικογένειας σε σχήμα δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»