-
21 матроска
-и θ.1. παλ. η σύζυγος του ναύτη, ναύτισσα.2. μπλούζα ναυτική. || γυναικεία ή παιδική μπλούζα. -
22 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
23 обувь
-и θ.υπόδημα, παπούτσι, -ια•кожаная обувь δερμάτινα παπούτσια•
летняя обувь καλοκαιρινά παπούτσια•
спортивная обувь αθλητικά παπούτσια•
валяная обувь τσόχινα παπούτσια•
мужская обувь ανδρικά παπούτσια•
женская обувь γυναικεία παπούτσια•
детская обувь παιδικάπαπούτσια.
-
24 общество
-а ουδ.1. κοινωνία•человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•
первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.
2. κύκλος• τάξη• στρώμα•дворянское общество η τάξη των ευγενών•
купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.
|| το φύλο•женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.
3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•
акционерное общество μετοχική εταιρεία.
|| σύλλογος•спортивное общество αθλητικός σύλλογος.
5. αγροτική κοινότητα. -
25 очелье
-я ουδ.παλ. μετωπικό στολίδι στα γυναικεία καπέλα. -
26 платье
-я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.1. αθρσ. ενδύματα, φορέματα ρούχα• ενδυμασία•мужское платье ανδρικά ενδύματα•
женское платье γυναικεία ενδύματα•
магазин готового -ья κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων•
траурное платье πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα.
2. φουστάνι, φόρεμα•шёлковое платье μεταξωτό φουστάνι.
-
27 покров
-а α.1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•-растительности βλάστηση• χλωρίδα•
снежный покров στρώμα χιονιού•
волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•
кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•
покров тумана στρώμα ομίχλης.
2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. || -ы πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3. παλ. προστασία, σκέπη.εκφρ.под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•покров ночи – ο πέπλος της νύχτας. -
28 прелесть
-и θ.1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.4. πλθ. -и παλ. χάρες, ομορφιές.5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•
что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!
-
29 работа
-ы θ.1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•умственная работа πνευματική εργασία•
научная επιστημονική εργασία•
тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•
женская работа γυναικεία δουλειά.
2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•полевые -ы αγροτικές δουλειές•
принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•
фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•
мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•
каторжные -ы τα κάτεργα.
|| υπηρεσία, εργασία, δουλειά•поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•
сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•
раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•
искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).
3. έργο•печатные -ы δημοσιευμένα έργα•
дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•
выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•
прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.
εκφρ.брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό. -
30 рубашка
-и θ.1. πουκάμισο. || το νυχτικό η νυχτικιά (γυναικεία ή παιδική).2. το πίσω μέρος των παιγνιόχαρτων.3. χρώμα τριχώμα-ματος.4. η εμβρυακή μεμβράνα.5. περίβλημα, περικάλυμμα.εκφρ.оставить в одной -е – απογυμνώνω, αποψιλώνω (αποστερώ του παντός)•остаться в одной -е – μένω χωρίς τίποτε, επί ξύλου κρεμάμενος. -
31 рукоделие
-я ουδ.1. χειροποίητη εργασία (κυρίως γυναικεία: ράψιμο, πλέξιμο κλπ.).2. εργόχειρο•выставка -ий έκθεση εργόχειρων.
-
32 седло
-а ουδ.1. σέλα, εφιππιο• σαμάρι, σάγμα•сидеть в -Θ κάθομαι στη σέλα•
ка-валлерийское седло σέλα ιππικού•
дамское седло γυναικεία σέλα.
|| σέλα ποδηλάτου. || (για εξαρτήματα)• υποδοχή, κάθιση.2. βλ. седови-на.εκφρ.идёт как корове седло – (για ένδυμα) πηγαίνει πολύ άσχημα (όπως η σέλα στη γελάδα)•под -ом – υπο εφιππιο, είναι με σέλα ή σαμάρι•выбить (вышибить) из -а кого – βλάπτω, προξενώ κακό σε κάποιον. -
33 сорочка
-и θ.πουκάμισο•ночнэя сорочка γυναικεία νυχτικιά.
|| βλ. рубашка (2 σημ.).εκφρ.сердечная сорочка – το περικάρδιο. -
34 сорт
-а, πλθ. сорта α.1. ποιότητα•мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας•
чай первого -а τσάι πρώτης ποιότητας•
одного -а της αυτής (ίδιας) ποιότητας.
|| είδος•-а плательных тканей είδη υφασμάτων για γυναικεία ενδύματα•
разные -а διάφορα είδη.
2. ποικιλλία•сорт пшеницы ποικιλλία σιταριού•
-винограда ποικιλλία σταφυλιού.
3. χαρακτήρας•письмо такого -а γράμμα τέτοιου χαρακτήρα (περιεχομένου).
εκφρ.первый сорт – πρώτη ποιότητα. (εξαιρετικός, υπέροχος). -
35 танкетка
-
36 тряпка
-и θ.1. κουρέλι, ράκος• πατσαβούρα•половая тряпка το σφουγγαρόπανο•
кукла из -пок κουρελόκουκλα•
тряпка для пыли ξεσκονόπανο.
2. πλθ. -и ευτελή γυναικεία λούσια.3. πλθ. -и βλ. тряпь.4. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος• ελεεινού (άθλιου) χαρακτήρα. -
37 туалет
-а α.1. τουαλέτα (ενδυμασία κυρίως γυναικεία).2. καλλωπισμός.3. καλλωπιστήριο.4. αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. -
38 туфли
-фель, -флям πλθ. (ενκ. туфля, -и θ. κ. (απλ.) туфель, -фля α.)υποδήματα (γυναικεία ή ανδρικά ως τον αστράγαλο)• σκαρπίνια• μισά. -
39 фижмы
фижм πλθ.στολίδια γυναικεία από μουστάκια φάλαινας (τον 19 αι.). -
40 чепчик
-а α.γυναικεία σκουφίτσα.
См. также в других словарях:
γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… … Dictionary of Greek
Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… … Dictionary of Greek
γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek