-
1 дебентура
(таможенное удостоверение на возврат таможенных пошлин) το χρεώ-γραφο επιστροφών των τελωνειακών τελών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебентура
См. также в других словарях:
κτηματόγραφο — το επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται σε κάποιον η κυριότητα ενός ακινήτου ή εγγράφεται υποθήκη σε κάποιο κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χειρό γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. κτηματόγραφον, μαρτυρείται από το 1876… … Dictionary of Greek
μερισματόγραφο — τό η μερισματαπόδειξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. υστερό γραφο] … Dictionary of Greek
σηματόγραφο — το, Ν ναυτ. απόγραφο σημάτων, βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα σήματα που δίνονται ή λαμβάνονται σε υπηρεσία τού Πολεμικού Ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόγραφον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
τελεσίγραφο — το, Ν 1. τελικό έγγραφο που δεν επιδέχεται καμία μεταβολή 2. (νομ.) έγγραφη προειδοποίηση ενός κράτους προς άλλο κράτος ή ομάδας ή οργανισμού κρατών προς κράτος ή ομάδα κρατών με το οποίο απαιτείται από τη δεύτερη πλευρά να λάβει ορισμένα μέτρα,… … Dictionary of Greek
χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή … Dictionary of Greek
χρηματόγραφο — το, Ν (παλ. όρος) δικαιόγραφο που έχει ως αντικείμενο κάποια χρηματική παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + γράφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον πληθ. χρηματόγραφα, μαρτυρείται από το 1894 στη Λογοδοσία πρυτάνεως πανεπιστημίου] … Dictionary of Greek
Стратиграфия — (от лат. stratum настил, слой и греч. γραφο пишу, черчу, рисую) наука, раздел геологии, об определении относительного геологического возраста осадочных горных пород, расчленении толщ пород и корреляции различных геологических образований.… … Википедия
Торсиограф — (от фр. torsion скручивание, кручение и греч. γραφο(графо) пишу) – прибор для измерения и записи крутильных колебаний валов. Устройство Механический торсиограф состоит из маховика, установленного так, что он может вращаться на валу,… … Википедия
Графоман — Графомания (от греч. γραφο писать и греч. μανία безумие, исступление) болезненное влечение и пристрастие к усиленному и бесплодному писанию, к многословному и пустому, бесполезному сочинительству. Графоманы стремятся опубликовать свои… … Википедия
Графоманство — Графомания (от греч. γραφο писать и греч. μανία безумие, исступление) болезненное влечение и пристрастие к усиленному и бесплодному писанию, к многословному и пустому, бесполезному сочинительству. Графоманы стремятся опубликовать свои… … Википедия
Лексикограф — Лексикография (греч. λεξικον, lexikon словарь + γραφο, grapho пишу) раздел языкознания, занимающийся вопросами составления словарей и их изучения. Наука, изучающая семантическую структуру слова, особенности слов, их толкование. Практическая… … Википедия