-
1 γηρο-βοσκός
γηρο-βοσκός, im Alter, bes. die Eltern ernährend, Soph. Ai. 570; Eur. Suppl. 948; Xen. Oec. 17, 12; Hy perid. bei Poll. 2, 14; τῇ μητρὶ ἀποδοῦναι γηροβοσκοὺς χάριτας Dion. Hal. 8, 47; ἐλπίδες, Hoffnung, im Alter ernährt zu werden, 8, 51.
-
2 γηροβοσκός
γηρο-βοσκός, im Alter, bes. die Eltern ernährend; ἐλπίδες, Hoffnung, im Alter ernährt zu werden
См. также в других словарях:
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek