-
1 γελω
-
2 γελώ
γελάωlaugh: pres imperat mp 2nd sgγελάωlaugh: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)γελάωlaugh: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)γελάωlaugh: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)γελάωlaugh: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)——————γελάωlaugh: pres opt act 3rd sgγελάωlaugh: fut opt act 3rd sg -
3 γέλω
γέλωςlaughter: dat sg (epic)γέλωςlaughter: masc dat sgγέλω̆, γέλωςlaughter: masc gen sg——————γέλῳ̆, γέλωςlaughter: masc /fem dat sg (epic)γέλῳ̆, γέλωςlaughter: masc nom plγέλῳ̆, γέλωςlaughter: masc dat sg -
4 γελώ
(α) (αόρ. (ε)γέλασα, παθ. αόρ. (ε)γελάστηκα) 1. αμετ.1) смеяться;γελώ με την καρδιά ( — или ψυχή) μου — смеяться от души;
γελώ με κάποιον, κάτι — смеяться над кем-л., чём-л.;
κάνω κάποιον να γελάσει — смешить кого-л.;
γελώ χωρίς όρεξη — смеяться сквозь зубы;
2) улыбаться;αυτή μού γέλασε она мне улыбнулась; 3) радоваться, сиять от радости;γελούσε ολόκληρος απ' τη χαρά του — он весь сиял от радости;
γελούν και τ' αυτιά του — он вне себя от радости;
§ είναι γιά να γελας και να κλαις — и смех и грех;
γελώ κάτω απ' τα μουστάκια ( — или από τα χείλη) μου — посмеиваться в усы, про себя;
είναι γιά να γελάν οι κόττες — курам на смех;
2. μετ.1) смеяться, насмехаться (над кем-л.); разыгрывать (кого-л.);όλοι τον γελούν — над ним все смеются;
2) обманывать, надувать;με γέλασαν στα χαρτιά меня надули в карты; 3) обманывать; совращать, соблазнять;1) — обманываться, ошибаться, заблуждаться;γελιέμαι, γελιούμαι
2) быть обманутым (о девушке, женщине);§ βγαίνω γελασμένος — прогадать, просчитаться
-
5 γελῶ
Βλ. λ. γελώ -
6 γελῷ
Βλ. λ. γελώ -
7 γέλῳ
Βλ. λ. γέλω -
8 γελώ
[гело] р. смеяться, обманывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γελώ
-
9 γελώ
[гело] ρ смеяться, обманывать. -
10 γελώ
rire -
11 γελώ
1) śmiać czas.2) śmiech (m) rzecz. -
12 γελώ
smích -
13 γελώ
laughΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γελώ
-
14 smích
γελώ -
15 laugh
γελώ -
16 śmiać
γελώ -
17 śmiech
γελώ -
18 γέλωι
γέλῳ̆, γέλωςlaughter: masc /fem dat sg (epic)γέλῳ̆, γέλωςlaughter: masc nom plγέλῳ̆, γέλωςlaughter: masc dat sg -
19 γέλων
γέλω̆ν, γέλωςlaughter: masc /fem acc sgγέλωςlaughter: masc gen plγέλω̆ν, γέλωςlaughter: masc acc sgγελάωlaugh: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)γελάωlaugh: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
20 γέλως
γέλω̆ς, γέλωςlaughter: masc acc plγέλω̆ς, γέλωςlaughter: masc nom sgγέλωςlaughter: masc nom sg
См. также в других словарях:
γέλῳ — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
γελώ — γελάω / γελώ, γέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέλω ἔκθανον. — γέλω ἔκθανον. См. Помирать со смеху … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γελώ — γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος 1. εκφράζω αυτό που αισθάνομαι με γέλιο, ξεσπώ σε γέλια: Γέλασα πολύ με το ανέκδοτο που μας είπε. 2. κοροϊδεύω, περιγελώ: Γελάει ο κόσμος με το φέρσιμό σου. 3. εξαπατώ, παραπλανώ: Με γέλασε το αθώο βλέμμα της. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελῶ — γελάω laugh pres imperat mp 2nd sg γελάω laugh pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh fut ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελῷ — γελάω laugh pres opt act 3rd sg γελάω laugh fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄσβεστον γέλω. — ἄσβεστον γέλω. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γέλωι — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλων — γέλω̆ν , γέλως laughter masc/fem acc sg γέλως laughter masc gen pl γέλω̆ν , γέλως laughter masc acc sg γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γελάω laugh imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)